Μάριος Μιχαηλίδης: «Σαν πατρογονική κατάρα…”

by | May 23, 2011 | Συνεντεύξεις

BREAKING News

michailidis-mariosΜιλά σήμερα στο Greek American News Agency και στον Αποστόλη Ζώη ο βραβευμένος συγγραφέας με αφορμή το τελευταίο του βιβλίο κ. Μάριος Μιχαηλίδης.

“Οι δεσμεύσεις και οι καταναγκασμοί, που επιβάλλουν στο σημερινό Έλληνα η κακή οικονομία και οι έξωθεν επεμβάσεις δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο για την πατρίδα μας. Αυτοί οι “έξωθεν” που υπάρχουν λόγω ορισμένων επιτηδείων “έσωθεν”, μας ακολουθούν σαν πατρογονική κατάρα από την εποχή που αναστήθηκε το έθνος μας”. Αυτό αναφέρει σήμερα ο βραβευμένος συγγραφέας Μάριος Μιχαηλίδης με αφορμή το τελευταίο του βιβλίο “τα κρόταλα του χρόνου”.

Η συνέντευξη

Αρκετοί  συγγραφείς επιστρέφουν στο, πρόσφατο ή απώτερο, παρελθόν προκειμένου ν’ αντλήσουν θέματα και πρόσωπα για να χτίσουν το λογοτεχνικό τους οικοδόμημα.  Ως αιτία θα μπορούσε να θεωρηθεί η απαξίωση του παρόντος ή, αντίθετα, η απαξιωτική τάση ιδεών, αρχών και αξιών στη σημερινή εποχή; Ποια είναι η δική σας άποψη με αφορμή το τελευταίο σας βιβλίο;

«Δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο αυτό που συμβαίνει. Και άλλοτε οι συγγραφείς αντλούσαν από το παρελθόν, για να πλάσουν τους δικούς τους μύθους. Η λογοτεχνική μυθοπλασία δεν αναπαράγει την ιστορία. Κάτι τέτοιο δε θα ταίριαζε, γιατί άλλο είναι το έργο των ιστορικών και άλλο των λογοτεχνών. Η ιστορία περιγράφει και αναλύει τα γεγονότα, ενώ η λογοτεχνία  αξιοποιεί την ιστορία, για να καταστήσει ορατά τα πράγματα, όχι τόσο του παρελθόντος αλλά του παρόντος, ιδίως αυτού. Υποστηρίζω δηλαδή ότι αυτή η  επιστροφή, όπως λέτε, στο παρελθόν, αποσκοπεί στην ερμηνεία του παρόντος, μέσα από την ευρηματική αφηγηματοποίηση των ιστορικών συμβάντων. Σας υπενθυμίζω τη λεγόμενη μυθική μέθοδο στην ποίηση και το πόσο πρωτοπόρος αναδείχτηκε για την ελληνική ποιητική πραγματικότητα ο Γιώργος Σεφέρης».


Το τελευταίο σας βιβλίο;

“Όσον αφορά το τελευταίο μου έργο, Τα κρόταλα του χρόνου, θα έλεγα ότι, ναι, η εποχή των Βαυαρών είναι μια ιστορική περίοδος που με θέλγει ιδιαιτέρως, γιατί  συνδέεται με μια ξεχωριστή προσωπικότητα, αυτήν του Μακρυγιάννη. Μέσα από το παράδειγμά του έχουμε πολλά να διδαχτούμε νεότεροι και παλαιότεροι. Πάνω σ’ αυτή την περίοδο οργανώνω το δεύτερο αφηγηματικό άξονα του μυθιστορήματός μου, γοητευμένος όχι από κάποια αίγλη της εποχής, αλλά συνειδητοποιώντας ομόλογες με εκείνης της εποχής αλήθειες και αδιέξοδα που αενάως επαναλαμβάνονται. Γιατί από τον τόπο μας δεν έχουν λείψει ποτέ ούτε οι ίντριγκες και οι βυζαντινισμοί ούτε  ο δόλος και η απάτη. Έμμεσα, βέβαια, θίγεται το ζήτημα της ξενοκρατίας, καθώς και της υποταγής ορισμένων περιώνυμων ντόπιων, όπως, επίσης, θίγεται και το θέμα της ευπιστίας και της αφέλειας που διακρίνει ένα μέρος του λαού μας.”


Ο πρώτος, με σειρά εμφάνισης, ήρωας καταφεύγει για να σωθεί απ’ την αβάσταγη ζωή του, δημιουργώντας  ένα κοπάδι από άλογα. Γιατί αυτή η  επιλογή του προκείμενου ζώου; Τι συμβολίζει, και που μας ταξιδεύει;

«Όπως έχετε προσέξει, το μυθιστόρημα  οργανώνεται πάνω σε δύο αφηγηματικούς άξονες. Ο πρώτος αφορά τη συνειδητή επιλογή του ήρωα να καταφύγει στο υψίπεδο της ατέρμονος φυγής, για να βρεθεί «ενώπιος ενωπίω» και να επανασυνδέσει τα κομμάτια ενός διαλυμένου «εγώ». Μοναδική του ασχολία, καλύτερα πάθος, είναι η συγκέντρωση αλόγων, τα οποία και φιλοξενεί σε ένα ιδιότυπο ιπποφορβείο. Δεν είναι καθόλου τυχαία εκ μέρους μου η επιλογή των αλόγων. Τα άλογα δε διαθέτουν μόνο εκπληκτική -συγκριτικά με άλλα ζώα- νοημοσύνη, αλλά η όλη τους παρουσία και κινησιολογία, αναδεικνύουν μιαν αισθητική, που παραπέμπει σε κάτι το ξεχωριστό. Αυτά τα χαρακτηριστικά υπάρχουν και λειτουργούν ως αντίβαρο στην αίσθηση της παραίτησης και  της εσωτερικής κάμψης, που μοιραία στιγματίζουν τον ψυχισμό των ανθρώπων  της φυγής του στοχασμού. Δηλαδή τα άλογα είναι η αντίστιξη του ήρωα. Ακόμη, συνδέονται με τη συνειδητή επιλογή μου να στήσω ένα ιδιαίτερο σκηνικό σε ένα φαινομενικά ουτοπικό χώρο. Και ένα τελευταίο. Τα άλογα συνδέονται με το δεύτερο αφηγηματικό άξονα του μυθιστορήματος.  Στη μνήμη του ήρωα, κάποια στιγμή, αναδύεται η μορφή ενός Μικρασιάτη προπάππου, που υπηρέτησε ως εύελπις στο βασιλικό ιππικό την εποχή του Όθωνος και της Αμαλίας. Τότε, το άλογο Λεύκιος μεταβάλλεται στο ενδιάμεσο κρίκο, που διευκολύνει τη μετάβαση από το τώρα στο χτες (Όθων, Αμαλία, Μακρυγιάννης…)». 


Πόσο ελεύθερος είναι σήμερα ο Έλληνας πολίτης με όλες αυτές τις εξελίξεις στην οικονομία και τις έξωθεν παρεμβάσεις στην καθημερινή του ζωή;

“Οι δεσμεύσεις και οι καταναγκασμοί, που επιβάλλουν στο σημερινό Έλληνα η κακή οικονομία και οι έξωθεν επεμβάσεις δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο για την πατρίδα μας. Αυτοί οι “έξωθεν” που υπάρχουν λόγω ορισμένων επιτηδείων “έσωθεν”, μας ακολουθούν σαν πατρογονική κατάρα από την εποχή που αναστήθηκε το έθνος μας. Σας υπενθυμίζω τα επαχθή δάνεια του Αγώνα. Είναι γνωστό ότι τα μεγαλύτερα ποσά δίδονταν ως αμοιβή -κοινώς “μίζες- στους διαμεσολαβητές και ως ενίσχυση καπεταναίων, φίλα προσκείμενων στην εξουσία. Γι’ αυτό, ο πορεία του Έλληνα τόσο στην ιστορία όσο και στην τρέχουσα ζωή, περιέχει πολύν καημό και έντονη μελαγχολία, στοιχεία που συχνά διαπλέκονται με το όραμα μιας αυτοθυσιαστικής αλλά ολοκληρωτικά συναισθηματικής και αφελούς διάθεσης. Ελεύθερος, λοιπόν, δεν μπορεί να είναι σήμερα ο Έλληνας πολίτης, ούτε πολιτικά, ούτε οικονομικά και κοινωνικά, αν δε σπάσει τα δεσμά του, τα οποία πρωτίστως οφείλει να αναγνωρίσει. Δε φτάνει μόνο να αναγνωρίζουμε τη θηλιά που μας περισφίγγει, πρέπει να εντοπίσουμε και τον αληθινό δήμιο. Θα ’λεγα ότι την ελευθερία θα την αναζητήσουμε, μόνον όταν αναγνωρίσουμε την αιτία της δουλείας μας. Δεν πρέπει να ξεγελιόμαστε. Η οικονομική κρίση σήμερα είναι η κορυφή της σύντηξης που μας έχει συμβεί εδώ και πολλά χρόνια, χωρίς κατ’ ανάγκη να έχουμε μπει σε κάποιο βιολογικό εργαστήριο. Οι σύγχρονες μέθοδοι προπαγάνδας έχουν επινοήσει άπειρους τρόπους αλλοίωσης του αυθεντικού πνευματικού μας υλικού. Μέσα σ΄ αυτή την κατάσταση μεγαλώσαμε και, δυστυχώς, δεν καταλάβαμε την παγερή ανάσα της. Ο καθένας είχε εγκλωβιστεί μες στην ιδιωτεία του και την απατηλή του αυτάρκεια, αδιαφορώντας για αλήθειες που όλοι τις ψυχανεμίζονταν, τις ομολογούσαν αλλά τις παραμέριζαν και κάποιοι τις ποδοπατούσαν. Τόσο χαοτική διάσταση ανάμεσα στο “θέλω” και το “πρέπει”, μόνο σε κρίσιμες περιόδους εμφανίζεται.

Οι επεμβάσεις που μας έφεραν μπροστά σ’ αυτό το αποτέλεσμα δεν ήταν μόνο έξωθεν. Πρέπει να το παραδεχτούμε, υπήρξαν και πολλoί “έσωθεν” καταναγκασμοί.  Αυτοί ήταν ο αληθινός ο βρόχος που ηδονικά μας περιέσφιγγε ψιθυρίζοντάς μας λόγια-υποσχέσεις που πάνω τους χτίσαμε όνειρα και προσδοκίες. Το μέγα σφάλμα ήταν, και σε ορισμένες περιπτώσεις εξακολουθεί να είναι, η από μέρους μας θεοποίηση των τεχνοκρατών. Όχι,  δεν πρέπει να θεοποιούμε τους τεχνοκράτες. Αυτοί ξέρουν πολύ καλά την επιστήμη των αριθμών, και παίζουν στα δάχτυλά τους τα μικρο- και μακρο- μεγέθη. Σε όλα τα άλλα είναι απελπιστικά αδαείς”.


Τι λείπει σήμερα στην ελληνική κοινωνία; Κατά πόσο έχει διαβρωθεί ο χαρακτήρας, οι ιδέες και οι αρχές του Έλληνα; 

“Ξέρετε, είναι πολύ εύκολο να λέει και να λέει κανείς το τι λείπει από την κοινωνία μας και μέχρι πού έχει φτάσει η διάβρωση του σημερινού Έλληνα. Μάλιστα, αν το καλοεξετάσετε θα συμφωνήσετε μαζί μου ότι ο Έλληνας ως άτομο, ιδίως ο μέσος Έλληνας, δεν μπορεί να επωμίζεται όλες τις ευθύνες, τα λάθη, τα κακά έργα και τους άστοχους σχεδιασμούς τών κάθε φορά επιτηδείων,  πολιτικών αλλά και ορισμένων αρπακτικών. Τώρα τελευταία μάλιστα, διάφοροι “ειδικοί”, αργυρώνητοι και μη, προσπαθούν από τηλεοράσεως να ενοχοποιήσουν τους μικρομεσαίους, γιατί πραγματοποίησαν υπερφιλόδοξα –λένε- όνειρα, παίρνοντας δάνεια και χτίζοντας το αιώνιο άγχος, ένα σπίτι. Και κανείς από αυτούς δεν ντρέπεται ούτε και ομολογεί ότι συμμετείχε και ο ίδιος στην τραπεζική και κρατική μαζί προπαγάνδα, που μ’ αυτήν παγίδεψαν χιλιάδες νοικοκυραίους. Τώρα οι ανεκδιήγητοι τολμούν και ρίχνουν λάσπη στο πρόσωπο των πιο αθώων ή των λιγότερο ενόχων. Γιατί δεν τολμά κανείς να ζητήσει συγνώμη από τον κόσμο; Να πει, δηλαδή: “σας πουλήσαμε όνειρα με προδιαγεγραμμένο και αδιάψευστο τρόπο επιτυχίας κι ακόμη σας ρίξαμε στις μυλόπετρες του χρηματιστηρίου, κι εσείς, οι πάντοτε αδαείς και αφελείς, την πατήσατε. Σας μεθύσαμε με τις πλαστικές κάρτες και τις δόσεις κι εσάς τους επαρχιώτες σας κλείσαμε το μάτι πονηρά για τις επιδοτήσεις, με τις οποίες σας δώσαμε το ελεύθερο να αγοράσετε αυτοκίνητα πολλών κυβικών στα παιδιά σας και να κτίσετε σπίτια για τους επίδοξους γαμπρούς σας.

Βέβαια, δε χωρά λόγος για απενοχοποίηση κανενός. Όλοι έχουμε ευθύνες. Δεν είναι δίκαιο όμως ούτε και ηθικό να εξομοιώνουμε το έλασσον με το μείζον και λίγο ως πολύ να καλούμε το λαό να κάνει δημοσίως χαρακίρι, επειδή αφέθηκε να ενδίδει, φυσικά με το αζημίωτο”.  


Μπορούμε να ελπίζουμε και σε τι; 

Το διατυπώσαμε και με προηγούμενες αφορμές. Οφείλουμε να στραφούμε προς ό,τι πιο υγιές διαθέτει ο τόπος μας.  Τα πανεπιστήμια- αφού υποστούν την αναγκαία κάθαρση-, η πλούσια πνευματική μας παράδοση,  οι άνθρωποι του πνεύματος και των τεχνών μια πανεθνική στρατιά, να τι πρέπει να γίνει. Ο λαός κατά βάθος αυτούς έχει ανάγκη σήμερα κι ας μην το ομολογεί. Το λυπηρό, βέβαια, είναι ότι απουσιάζουν οι πολιτικοί με τη στόφα του ηγέτη. Αυτοί που θα αφουγκραστούν την άλλη φωνή, αυτήν που εκπορεύεται από την ψυχή και το πνεύμα των δημιουργών, αλλά κι αυτήν που αποστάζεται από το μεδούλι του λαού. Ίσως αυτό να ακούγεται ρομαντικό. Ας είναι. Αλλά πείτε μου: βρίσκεται πως υπάρχουν άλλοι τρόποι;”.


Τέλος εκτιμάτε ότι  η αίγλη περασμένων εποχών, μπορεί να ελκύει τους συγγραφείς ως μια επιλογή που φωτίζει το παρόν έχοντας ως εργαλείο το παρελθόν;

“Δεν είναι, λοιπόν, η αίγλη περασμένων εποχών που στρέφει κάποιους έλληνες συγγραφείς στο παρελθόν. Γιατί αίγλη στην πατρίδα μας, με τη σημασία της ανάτασης και του θάμβους που προκαλεί η πρόοδος, μόνο στην κλασική περίοδο των Αθηνών μπορούμε να εντοπίσουμε. Πολύ πιστεύω εκείνο που προείπα, ότι δηλαδή οι άνθρωποι του έντεχνου λόγου ρίχνουν τη ματιά τους στην ιστορία, όταν αναγνωρίζουν σ΄ αυτήν το πρόσφορο έδαφος πάνω στο οποίο θα μπορέσουν να οργανώσουν το δικό τους μύθο, μέσα από τον οποίο θα κοιτάξουν να ανιχνεύσουν και να ερμηνεύσουν πτυχές του το “τώρα”. Κι αυτό, όχι με καμιάν άλλη ιδιότητα, αλλά με εκείνην του ανθρώπου που υπηρετεί τη λογοτεχνία. Φυσικά, κυκλοφορούν βιβλία που αναπλάθουν εποχές αίγλης, κυρίως σπαρτιατικής, αθηναϊκής ή και βυζαντινής από συγγραφείς ξένους ή και δικούς μας. Τη λογοτεχνία αυτήν καθεαυτή δεν την ενδιαφέρουν τέτοιες αναδρομές και χολυγουντιανές επικαιροποιήσεις της ιστορίας. Επομένως, με βρίσκει σύμφωνο η θέση που εμπεριέχει το ερώτημά σας”.

Breaking News