Αποτρέποντας τα bank runs

by | Apr 6, 2013 | Αναλύσεις

BREAKING News

Του Erkki Vihriala*

Οι ανησυχίες για την Κύπρο αρχικά υποχώρησαν με τη δεύτερη συμφωνία μεταξύ της κυπριακής κυβέρνησης και των εταίρων της ευρωζώνης. Ωστόσο, οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων έχουν χρησιμοποιηθεί ως μέσο για να αποφευχθεί ένα ολοκληρωτικό bank-run (βλ. Darvas and Wolff 2013 και Wolff 2013). Αυτό το άρθρο κάνει μια σύντομη ανασκόπηση σχετικά με τα bank-runs και σχολιάζει διαφορετικούς τρόπους αποφυγής των.

Οι Diamond and Dybvig (1983) έδειξαν ότι οι τράπεζες που παίρνουν τις καταθέσεις είναι ευάλωτες σε μια κακή ισορροπία όπου όλοι οι καταθέτες σπεύδουν να αποσύρουν τα χρήματά τους, χωρίς η τράπεζα να είναι σε θέση να τα εξοφλήσει. Και αυτό εξαιτίας της αναντιστοιχίας μεταξύ των ρευστών υποχρεώσεων και των πάγιων στοιχείων του ενεργητικού, η οποία καθιστά αδύνατο για τις τράπεζες να επιστρέψει όλες τις καταθέσεις ακαριαία. Είναι κρίσιμο επίσης ότι τα bank-runs μπορεί να προκληθούν όχι μόνο ως αποτέλεσμα μιας νέας αρνητικής πληροφορίας για τη φερεγγυότητα μιας τράπεζας, αλλά επίσης και ως μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία.

Για να αποφευχθεί η καταστροφική οικονομικά ανάκληση των δανείων μόλις ξεκινήσει μια άτακτη φυγή, οι τράπεζες που υφίστανται το run χρειάζεται να βρουν μια εναλλακτική πηγή ρευστότητας. Εάν υπάρχει κάποια αμφιβολία για την φερεγγυότητα του ιδρύματος, οι διατραπεζικές αγορές μπορούν να το παρέχουν. Η κατάρρευση της Lehman Brothers απέδειξε ωστόσο ότι αυτές οι αγορές μπορούν να αξιοποιήσουν καταστάσεις με υψηλή αβεβαιότητα. Επομένως απαιτούνται πιο ασφαλείς θεσμικές ρυθμίσεις.

Αυτές είναι κυρίως η αναστολή της μετατρεψιμότητας (μέχρι ενός ορίου) και/ή της εγγύησης των καταθέσεων. Και τα δύο έχουν στόχο να διασφαλίσουν τους καταθέτες ότι θα είναι σε θέση να αποσύρουν τα λεφτά τους όταν τα χρειάζονται αντί να αισθάνονται αναγκασμένοι να το κάνουν αμέσως. Οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων μπορεί να θεωρηθούν ως μια ασθενέστερη, αν και συχνά μεγαλύτερης διάρκειας, μορφή αναστολής της μετατρεψιμότητας. Αντί για την περιορισμένη πρόσβαση σε μετρητά, απλώς θα το περιορίσουν σε μια δεδομένη γεωγραφική περιοχή.

Ωστόσο, τόσο η αναστολή της μετατρεψιμότητας και η εγγύηση των καταθέσεων, έχουν τις αδυναμίες τους. Τα όρια στην μετατρεψιμότητα μπορούν να αποτρέψουν όχι μόνο τις εκροές που προκαλεί ο πανικός, αλλά επίσης και να περιορίσουν την πρόσβαση νοικοκυριών σε μετρητά, που τα έχουν πραγματικά ανάγκη. Οι Ennis και Keiser (2009) υποστηρίζουν ότι τέτοιοι περιορισμοί είναι ως εκ τούτου ασυνεπείς. Επειδή οι κυβερνήσεις είναι απρόθυμες ή το βρίσκουν δύσκολο να τις εφαρμόσουν, η αναστολή της μετατροπής δεν είναι απαραιτήτως αρκετή για να αποτρέψει bank runs. Ένα σύστημα εγγύησης των καταθέσεων είναι πιο εύρωστο. Τελικά όμως, είναι τόσο καλό όσο η πιστοληπτική ικανότητα του εγγυητή του.

Ένας εναλλακτικός τρόπος για να απαντήσει κανείς στους τραπεζικούς πανικούς, είναι η κεντρική τράπεζα να ενεργοποιήσει τη λειτουργία της ως δανειστής της ύστατης στιγμής (LOLR) (Bagehot 1873). Παρόλα αυτά, είναι κατά κύριο λόγο ένα συμπλήρωμα και όχι ένα υποκατάστατο για ένα σύστημα εγγύησης των καταθέσεων. Το πρώτο ασχολείται κατά κύριο λόγο με την έλλειψη ρευστότητας, ενώ το τελευταίο εξασφαλίζει ότι οι καταθέτες θα εξοφληθούν ακόμη και εάν μια τράπεζα πτωχεύσει. Η εγγύηση των καταθέσεων στόχο έχει να αποτρέψει τους καταθέτες από μια κρίση ρευστότητας, ενώ ο LOLR έχει ως στόχο να εξασφαλίσει την παροχή ρευστότητας, όχι μόνο τις καταθέσεις.

Ο LOLR είναι λιγότερο βέβαιο ότι θα αποτρέψει ένα bank run από ό,τι η εγγύηση των καταθέσεων, διότι η κεντρική τράπεζα έχει μόνο τη δυνατότητα να δανείζει έναντι επιλέξιμων collateral και διότι απαιτεί διακριτική δράση, η οποία την καθιστά λιγότερο βέβαιη από τους προκαθορισμένους κανόνες (Cecchetti 2007). Εάν οι καταθέτες φοβούνται ότι οι τράπεζες είναι αφερέγγυες, έχουν ένα λόγο να αμφιβάλλουν ότι η κεντρική τράπεζα θα τις σώσει. Αυτό προκύπτει με βάση το νόμο του Goodhart (1999) ότι είναι δύσκολο για τις κεντρικές τράπεζες να διασφαλίσουν τη φερεγγυότητα του αντισυμβαλλόμενου όταν ενεργούν ως LOLR. Εάν μια τράπεζα δεν μπορεί να λάβει χρηματοδότηση από την αγορά, τις περισσότερες φορές αυτό σημαίνει ότι η φερεγγυότητά της είναι υπό αμφισβήτηση.

Ο Repullo (2000) εξετάζει εάν είναι καλύτερο να επιμερίζεται η ευθύνη για το LOLR στην υπηρεσία εγγύησης καταθέσεων ή στην κεντρική τράπεζα. Ο διαχωρισμός έχει σημασία εξαιτίας των εκτιμήσεων της αρχής, εάν τα δύο θεσμικά όργανα ενδιαφέρονται πρωτίστως για τους εαυτούς τους αντί για το κοινωνικό όφελος. Ο Repullo εμφανίζει ότι εάν τα σοκ ρευστότητας είναι αρκετά μικρά, είναι καλύτερο να αναθέσει στην κεντρική τράπεζα τις ευθύνες του LOLR. Αντιθέτως, στην περίπτωση μεγάλων σοκ το σύστημα ασφάλισης των καταθέσεων είναι ο καλύτερος φύλακας του μηχανισμού LOLR. Η εγγύηση καταθέσεων είναι πάντα πολύ «τσιγκούνα» σε σχέση με το κοινωνικά βέλτιστο για να παρέχει ρευστότητα, ενώ η κεντρική τράπεζα είναι πολύ επιεικής σε περίπτωση μικρών σοκ και ακόμη πιο «τσιγκούνα» από ό,τι το σύστημα ασφάλισης καταθέσεων σε περίπτωση μεγάλων σοκ.

Το αποτέλεσμα προκύπτει από το γεγονός ότι για μικρά σοκ η κεντρική τράπεζα προτιμά να αποφεύγει το βέβαιο κόστος της εκκαθάρισης υπέρ μιας θετικής πιθανότητας για ζημιά στο δάνειό της. Ωστόσο, καθώς η αναμενόμενη ζημιά για την κεντρική τράπεζα αυξάνεται με το μέγεθος του δανείου, γίνεται όλο και λιγότερο πρόθυμη να παρέχει ρευστότητα στην περίπτωση ενός μεγάλου σοκ, ακόμη και εάν αυτό θα ήταν κοινωνικά βέλτιστο. Από την άλλη πλευρά, η εγγύηση των καταθέσεων δεν αντιμετωπίζει αύξηση των ζημιών σε συνάρτηση με το μέγεθος του σοκ, καθώς οι μέγιστες υποχρεώσεις της καλύπτονται από το συνολικό ποσό των καταθέσεων. Ωστόσο, αυτό το αποτέλεσμα εξαρτάται από την παραδοχή ότι οι τράπεζες χρηματοδοτούνται μόνο με καταθέσεις που είναι πλήρως ασφαλισμένες. Εάν δεν συμβαίνει αυτό, τα συμφέροντα των δύο πλευρών γίνονται περισσότερο όμοια στην περίπτωση ενός μεγάλου σοκ ρευστότητας. Αυτό οδηγεί σε ένα διευρυμένο φάσμα σοκ για τα οποία η κεντρική τράπεζα θα πρέπει να είναι LOLR.

Άλλο ένα σχετικό ζήτημα είναι η διάκριση ανάμεσα στα αναγκαίως τυχαία αυτοεκπληρούμενα runs και σε αυτά που βασίζονται στις αποκαλυφθείσες πληροφορίες για τη φερεγγυότητα των τραπεζών, διότι υποδηλώνουν διαφορετικές βέλτιστες πολιτικές απαντήσεις. Εάν ένα run είναι τυχαίο, δεν θα πρέπει να υπάρχει κόστος για την κυβέρνηση από τις εγγυήσεις των καταθέσεων και τις προβλέψεις για τη ρευστότητα. Πραγματικά, η εγγύηση των καταθέσεων θα πρέπει να αποτρέπει το run από την αρχή και να απαγορεύει οποιαδήποτε ζημιά στην πραγματική οικονομία. Αλλά εάν οι κυβερνήσεις εγγυώνται τις υποχρεώσεις των τραπεζών που είναι στην πραγματικότητα αφερέγγυες, το δημοσιονομικό κόστος των διευκολυντικών πολιτικών τείνει να είναι υψηλό (Honohan and Klingebiel 2003). Επιπλέον, οι Claessens et all (2005) υποστηρίζουν ότι η κρατική στήριξη στη διάρκεια αυτών των «πραγματικών» τραπεζικών κρίσεων, ούτε καν επισπεύσει την επακόλουθη ανάκαμψη (ακόμη και το αντίθετο). Η βέλτιστη πολιτική σε αυτές τις περιπτώσεις είναι να αναδιαρθρωθεί το τραπεζικό σύστημα. Για να επιτραπεί να γίνει αυτό με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο, οι κυβερνήσεις πρέπει να εξασφαλίσουν την ύπαρξη ενός κατάλληλου θεσμικού πλαισίου εξυγίανσης.

*Ο Erkki Vihriala είναι Research Assistant και όχι scholar στο Bruegel

 

Πηγή:www.capital.gr

Breaking News