O δρόμος προς την τραπεζική ενοποίηση

by | Nov 12, 2013 | Απόψεις

BREAKING News

Της Μαρίας Γιαννακάκη 

Πρόσφατα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξέδωσε μία πρόταση Κανονισμού η οποία τελεί υπό έγκριση από τα εθνικά Κοινοβούλια, σχετικά με την δημιουργία ενός Ενιαίου Μηχανισμούς Εξυγίανσης (ΕΜΕ) όπου, ως δεύτερος πυλώνας, θα συνεισφέρει σημαντικά στην δημιουργία και στην ομαλή λειτουργία της τραπεζικής ενοποίησης.  Η πρόταση αυτή έρχεται να συμπληρώσει τις ήδη δρομολογημένες διαδικασίες περί εποπτείας των ευρωπαϊκών πιστωτικών ιδρυμάτων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).

Συγκεκριμένα η ΕΚΤ αναλαμβάνει την εποπτεία των μεγαλύτερων ευρωζωνικών τραπεζών, χρησιμοποιώντας αυστηροποιημένα stress tests τα οποία αναμένεται να παράσχουν καλύτερη εικόνα των λογιστικών θέσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων. Επί της ουσίας, τα stress tests θα αποκτήσουν μεγαλύτερη βαρύτητα  και αξιοπιστία, αφού πλέον θα λαμβάνουν χώρα εκτός εθνικών πλαισίων. Επομένως η ΕΚΤ θα μπορεί να αναδεικνύει ποια τράπεζα χρήζει εξυγίανσης, αυτόνομα και χωρίς πολιτικές παρεμβάσεις.

Δεδομένης της ανάθεσης ελέγχου σε ευρωπαϊκό θεσμό, η εξυγίανση των ιδρυμάτων δεν θα μπορούσε να παραμείνει σε εθνικό επίπεδο. Για αυτόν τον λόγο προωθείται η θέσπιση του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ) και του Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης Τραπεζών (ΕΤΕΤ). Το ΕΣΕ θα αποτελείται από εκπροσώπους της ΕΚΤ, της Κομισιόν και του κράτους στο οποίο ανήκει η τράπεζα υπό εξυγίανση, αλλά και άλλων κρατών στα οποία η συγκεκριμένη τράπεζα έχει υποκαταστήματα.

Το ΕΣΕ, κατόπιν υπόδειξης της ΕΚΤ, θα αναλάβει να καθορίσει τους όρους βάσει των οποίων θα λάβει χώρα η εξυγίανση αν και τον τελικό λόγο θα τον έχει η Κομισιόν. Εν συνεχεία οι αρμόδιες εθνικές αρχές θα αναλαμβάνουν την εκτέλεση της εξυγίανσης, υπό την εποπτεία του Συμβουλίου. Οι απαραίτητοι πόροι για την εξυγίανση θα παρέχονται από το ΕΤΕΤ το οποίο θα χρηματοδοτείται από τις ιδιωτικές τράπεζες με την μορφή εισφοράς.

Οι γενικότεροι κανόνες που θα διέπουν τον έλεγχο των τραπεζών καθορίζονται από τους όρους της Βασιλείας ΙΙΙ, οι οποίοι είναι μεν δομημένοι και αποδεκτοί σε ένα διεθνές πλαίσιο, δεν είναι όμως οι καλύτεροι δυνατοί, αφού δημιουργούν δυσανάλογες πιέσεις συμμόρφωσης προς τα πιστωτικά ιδρύματα μικρού μεγέθους σε σύγκριση με τα μεγαλύτερα.

Σε γενικές γραμμές η πορεία της τραπεζικής ενοποίησης κινείται προς μία θετική κατεύθυνση. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την ΕΚΤ να αποκτήσει σαφή εικόνα και απρόσκοπτη διαχείριση του ευρωζωνικού τραπεζικού τομέα, ούτως ώστε να ασκεί με καλύτερους όρους την, ήδη πληγείσα από την κρίση, νομισματική πολιτική της καθώς και να είναι καταλλήλως ενήμερη και προετοιμασμένη για ενδεχόμενες περιπτώσεις αφερεγγυότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Ωστόσο η διαδικασία δεν είναι ολοκληρωμένη. Υπάρχουν υπάρχουν σημαντικά ζητήματα που χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης και κατ’ επέκταση, εξεύρεσης βέλτιστων προτάσεων και λύσεων.

Κατ΄ αρχάς, τίθεται θέμα σχετικά με την έναρξη εργασιών του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού, η έγκριση του οποίου εκκρεμεί από τα εθνικά κοινοβούλια. Βάσει χρονοδιαγράμματος η έναρξη υπολογίζεται να λάβει χώρα στα τέλη του 2014. Εν τούτοις, στο ενδεχόμενο παρακώλυσης της διαδικασίας έγκρισης από τα εθνικά κοινοβούλια ελλοχεύει ο κίνδυνος ύπαρξης ενιαίου ελέγχου χωρίς την ύπαρξη Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης. Σύμφωνα με τις δηλώσεις του προέδρου της ΕΚΤ, κ. Ντράγκι, η ΕΚΤ δεν φαίνεται διατεθειμένη να αναβάλλει τον εποπτικό της ρόλο έως ότου συσταθεί ο ΕΜΕ.

Αναφορικά με τον έλεγχο των τραπεζών, η άσκηση του αποκλειστικά στα μεγαλύτερα πιστωτικά ιδρύματα της κάθε χώρας, παρέχει μερική μόνο εικόνα αναφορικά με τις χρηματοπιστωτικές συνθήκες που συντρέχουν στην ευρωζώνη. Υπάρχει μία ροή χρήματος που κινείται μέσω μικρότερων πιστωτικών ιδρυμάτων, ο έλεγχος της οποίας θα παραμείνει στην ευχέρεια των εθνικών αρχών με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Η συγκεκριμένη ροή για μικρές οικονομίες, όπως αυτή της Ελλάδας, μπορεί να είναι αμελητέα, αλλά για μεγάλες οικονομίες, όπως της Γερμανίας, είναι ιδιαίτερα σημαντική.   

Πέρα των ανωτέρω, κρίσιμης σημασίας είναι η κάλυψη των απαιτούμενων πόρων για την εξυγίανση των τραπεζών. Οι πόροι που θα διαχειρίζεται το ΕΤΕΤ αναμένεται να αγγίξουν τα 60 δισ. ευρώ. Είναι θετικό ότι οι πόροι θα προέρχονται από τις ίδιες τις τράπεζες, ωστόσο είναι ιδιαίτερα αμφίβολο αν αυτοί θα επαρκούν, ιδιαίτερα αν πρόκειται για συστημική κρίση όπως αυτή του 2008. Οι συνθήκες που διέπουν το παγκοσμιοποιήμενο χρηματοπιστωτικό σύστημα και την συνεπαγόμενη αλληλεξάρτηση των ιδρυμάτων, δεν φαίνεται να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη.

Σύμφωνα με τον κ. Ντράγκι, είναι αρκετά πιθανό για τις τράπεζες οι οποίες δεν διαθέτουν επαρκή κεφαλαιακή κάλυψη, να χρειάζεται bail-in που συνεπάγεται την κάλυψη του κεφαλαίου πρωτίστως από τους μετόχους και δευτερευόντως από τους ομολογιούχους, γεγονός που δεν πρόκειται να επιφέρει εμπιστοσύνη στον εκκολαπτόμενο θεσμό.

Οι όποιες αποφάσεις θα πρέπει να έχουν ως γνώμονα την αποφυγή να επωπισθούν το κόστος εξυγίανσης οι ευρωπαίοι πολίτες, το οποίο δυνητικά μπορεί να αποφευχθεί με τον ενεργό ρόλο της ΕΚΤ στην κάλυψη των αναγκαίων πόρων μέσω κοπής χρήματος. Ας μην ξεχνάμε ότι η ΕΚΤ έχει ένα σημαντικό μειονέκτημα σε σχέση με μία τυπική κεντρική τράπεζα. Δεν μπορεί να είναι ο έσχατος δανειστής, ούτε του ιδιωτικού τομέα, ούτε των κρατών. 

* Η κα Μαρία Γιαννακάκη είναι βουλευτής της ΔΗΜΑΡ

Πηγή:www.capital.gr

Breaking News