Περί κατανύξεως

by | Apr 17, 2014 | Θρησκείες

BREAKING News

ΕΚ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΥ

 

«Ἡ μετάνοια θύρα ἐστὶν ἐξάγουσα ἀπὸ  τοῦ σκότους καὶ εἰσάγουσα εἰς τὸ φῶς. Ὁ  οὒν πρὸς τὸ φῶς μὴ εἰσελθῶν, οὐ διῆλθε τὴν θύραν τῆς μετανοίας καλῶς·  εἰ γὰρ διῆλθεν, ἐγένετο ἂν ἐν τῷ φωτὶ».
(γ. Συμεών  Ν. Θεολόγος)

1.  Εἶπε ὁ ββς ντώνιος:  «Ἔχοντας τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ ζωντανὸ στὴ σκέψη μας, νὰ θυμόμαστε πάντοτε τὸν θάνατο.  Να μισήσουμε τὸν κόσμο καὶ ὅλα τὰ τοῦ κόσμου·  νὰ μισήσουμε κάθε σαρκικὴ ἀνάπαυση, νὰ ἀπαρνηθοῦμε τὴ ζωὴ αὐτή, γιὰ νὰ ζήσουμε μὲ τὸν Θεό.  Να θυμάστε τί ὑποσχεθήκατε στὸν Θεό.  Γιατί αὐτὸ θὰ μᾶς τὸ ζητήσει τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως.
Ἂς δοκιμασθοῦμε λοιπὸν μὲ τὴν πείνα, τὴ δίψα καὶ τὴ γύμνια.  Ας ἀγρυπνήσουμε, ἂς πενθήσουμε, ἂς στενάξουμε μὲ τὴν καρδιά μας.  Ας ἐρευνήσουμε ἂν γίναμε ἄξιοί του Θεοῦ.
Νὰ ἀγαπήσουμε τὴ θλίψη, γιὰ νὰ βροῦμε τὸν Θεό.  Να καταφρονήσουμε τὴ σάρκα, γιὰ νὰ σωθεῖ ἡ ψυχή μας».
2.  Έλεγαν γιὰ τὸν ββ ρσένιο ὅτι ὅλο τὸ χρόνο τῆς ζωῆς του καθισμένος στὸ ἐργόχειρό του εἶχε στὸν κόρφο του ἕνα μαντήλι γιὰ τὰ δάκρυα ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὰ μάτια του.
3.  Ένας ἀδελφὸς παρακάλεσε τὸν ββ μμωνά:  «Πές μου ἕνα λόγο».  Και ὁ Γέροντας τοῦ λέει:  «Πήγαινε καὶ νὰ σκέφτεσαι, ὅπως σκέφτονται οἱ κακοῦργοι ποὺ εἶναι στὴ φυλακή·  ἐκεῖνοι πάντα ρωτοῦν τοὺς ἀνθρώπους ποῦ εἶναι ὁ ἄρχοντας καὶ πότε ἔρχεται, καὶ κλαῖνε ἀπὸ τὴν ἀγωνία.  Έτσι καὶ ὁ μοναχὸς ὀφείλει πάντα νὰ προσέχει τὴν ψυχή του καὶ νὰ λέει:  «Ἀλίμονό μου·  πῶς θὰ μπορέσω νὰ παρουσιασθῶ στὸ βῆμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τί θὰ τοῦ ἀπολογηθῶ;»  Αν σ’ αὐτὸ ἔχεις διαρκῶς στραμμένη τὴν προσοχή σου, μπορεῖς νὰ σωθεῖς».
4.  Είπε πάλι:  «Ὅταν κάθεσαι στὸ κελί σου συμμάζευε τὸν νοῦ σου·  φέρνε στὴ σκέψη σου τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου, δὲς τότε τὸ σῶμα σου νεκρό, νιῶσε τὴ συμφορά, πόνεσε καὶ καταδίκασε τὴ ματαιότητα τοῦ κόσμου αὐτοῦ·  φρόντιζε νὰ ἐναρμονίζεις τὴν ἐπιείκεια μὲ τὸν ζῆλο, γιὰ νὰ μπορέσεις νὰ παραμείνεις γιὰ πάντα στὴν ἴδια πρόθεση τῆς ἡσυχίας καὶ νὰ μὴν ἀτονήσεις.
Νὰ φέρνεις ἀκόμη στὴ θύμησή σου καὶ τὴν κατάσταση ποὺ ὑπάρχει στὸν Ἅδη·  νὰ ἀναλογίζεσαι πως εἶναι ἄραγε ἐκεῖ οἱ ψυχές·  σὲ τί λογὴς πικρότατη σιωπὴ καὶ φοβεροὺς ἀναστεναγμούς, σὲ πόσο μεγάλο φόβο καὶ ἀγωνία καὶ σὲ τί ἀναμονή, περιμένοντας νὰ πάρουν γιὰ ποινὴ τους τὴν ἀκατάπαυστη ὀδύνη καὶ τὰ ἀτελείωτα δάκρυα.  Όμως νὰ ἔχεις στὴ μνήμη σου καὶ τὴν ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως καὶ τῆς παραστάσεώς μας μπροστὰ στὸν Θεό.
Φαντάσου τὴ φρικτὴ ἐκείνη κρίση·  φέρε στὸν νοῦ σου τὴ μεγάλη ντροπὴ ποὺ περιμένει τοὺς ἁμαρτωλοὺς μπροστὰ στὸ Θεὸ καὶ στὸν Χριστό του, μπροστὰ στοὺς ἀγγέλους, στοὺς ἀρχαγγέλους, στὶς ἐξουσίες καὶ σ’ ὅλους τους ἀνθρώπους.  Φαντάσου ἀκόμη ὅλες τὶς τιμωρίες, τὴ φωτιὰ τὴν αἰώνια, τὸ σκουλήκι τὸ ἀκοίμητο, τὰ Τάρταρα, τὸ σκοτάδι·  καὶ αὐτὸ ποὺ εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα αὐτά, τὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν, τοὺς φόβους καὶ τὰ βασανιστήρια.
Ὅμως φέρε στὸν νοῦ σου καὶ τὰ ἀγαθὰ ποὺ περιμένουν τοὺς δικαίους·  τὴν οἰκειότητα μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ τὸν Χριστό του, μὲ τοὺς ἀγγέλους, τοὺς ἀρχαγγέλους, τὶς ἐξουσίες καὶ ὅλο τὸ πλήρωμα τοῦ Οὐρανοῦ, τὴ Βασιλεία καὶ τὰ δωρήματά της, τὴ χαρὰ καὶ τὴν ἀπόλαυση.
Τὸ καθένα ἀπὸ τὰ δυὸ αὐτὰ φέρε τὰ στὴ μνήμη σου·  καὶ γιὰ τὴν καταδίκη τῶν ἁμαρτωλῶν στέναξε, δάκρυσε, ντύσου τὴν πένθιμη ὄψη, φοβούμενος μὴ βρεθεῖς καὶ σὺ ἀνάμεσα σ’ αὐτούς.
Καὶ γιὰ τὰ ἀγαθὰ ποὺ προορίζονται γιὰ τοὺς δικαίους νὰ χαίρεσαι, νὰ ἀγάλλεσαι καὶ νὰ εὐφραίνεσαι.  Και φροντίδα σου νὰ’ ναι αὐτὰ νὰ ἀπολαύσεις καὶ ἀπὸ τὰ ἄλλα νὰ ἀποξενωθεῖς.
Πρόσεχε λοιπὸν εἴτε μέσα στὸ κελί σου βρίσκεσαι εἴτε κάπου ἔξω, μὴν ἀφήσεις ποτὲ νὰ σοὺ φύγουν αὐτὰ ἀπὸ τὸν νοῦ·  νὰ μείνεις σταθερὸς στὸ φρόνημα γιὰ νὰ μπορέσεις καὶ μὲ τὴ θύμηση αὐτῶν νὰ διαφύγεις τοὺς βλαβεροὺς λογισμούς».
5.  Ο ββς ϊ εἶπε ὅτι στὴ Σκήτη ἦταν κάποιος ποὺ ὀνομαζόταν Ἀπολλώ, βοσκὸς ἄξεστος, ὁ ὁποῖος εἶδε στὸ χωράφι μία γυναίκα σὲ κατάσταση ἐγκυμοσύνης καὶ ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὸν διάβολο εἶπε:  «Θέλω νὰ δῶ πῶς εἶναι τὸ βρέφος μέσα στὰ σπλάχνα της», καὶ ἀφοῦ τὴν ἔσχισε, εἶδε τὸ βρέφος.  Αλλά ἀμέσως «κτύπησε» ἡ καρδιά του καὶ γεμάτος συντριβὴ ἦρθε στὴ Σκήτη καὶ φανέρωσε στοὺς πατέρες αὐτὸ ποὺ ἔκανε.  Άκουσε τοὺς πατέρες συμπτωματικὰ νὰ ψάλλουν:  «Ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μᾶς εἶναι ἑβδομήντα χρόνια, καὶ ἂν κάποιοι ἔχουν δυνατὴ κράση, φθάνουν τὰ ὀγδόντα χρόνια καὶ τὸ περισσότερο ἀπ’ αὐτὰ εἶναι κόπος καὶ πόνος», καὶ εἶπε σ’ αὐτούς:  «Εἶμαι σαράντα χρονῶν, χωρὶς νὰ ἔχω κάνει οὔτε μία προσευχή.  Τώρα, ἂν ζήσω ἄλλα σαράντα χρόνια, δὲν θὰ σταματήσω νὰ προσεύχομαι στὸν Θεὸ νὰ μοῦ συγχωρήσει τὶς ἁμαρτίες μου».  Πραγματικά, οὔτε ἐργόχειρο δὲν ἔκαμνε, ἀλλὰ πάντοτε προσευχόταν λέγοντας:  «Ἁμάρτησα ἐγὼ ὡς ἄνθρωπος, ἐσὺ ὡς Θεὸς συγχώρεσε μέ».  Και αὐτὴ ἡ προσευχὴ ἔγινε φροντίδα του νύχτα καὶ μέρα.
Ἦταν καὶ ἕνα ἀδελφὸς ποὺ ἔμενε μαζί του καὶ τὸν ἄκουγε νὰ λέει:  «Σὲ ἐξόργισα, Κύριε, συγχώρα με, γιὰ νὰ αἰσθανθῶ λίγη ἀνάπαυση».  Και τοῦ ἦρθε ἡ πληροφορία ὅτι ὁ Θεὸς τοῦ συγχώρεσε ὅλες του τὶς ἁμαρτίες καὶ ἐκείνη μὲ τὴν γυναίκα·  ὅμως σχετικὰ μὲ τὸ βρέφος δὲν ἔλαβε πληροφορία.  Και ἕνας ἀπὸ τοὺς Γέροντες τοῦ εἶπε:  «Ὁ Θεός σου συγχώρεσε καὶ τὴν ἁμαρτία γιὰ τὸ παιδί, ἀλλὰ σ’ ἀφήνει νὰ πονᾶς γι’ αὐτό, ἐπειδὴ αὐτὸ συμφέρει στὴν ψυχή σου».
6.  Ένας ἀδελφὸς εἶπε στὸν ββ Ποιμένα:  «Μὲ ταράζουν οἱ λογισμοί μου καὶ δὲν μ’ ἀφήνουν νὰ φροντίσω γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου ἀλλὰ μὲ κάνουν νὰ προσέχω τὶς ἐλλείψεις τοῦ ἀδελφοῦ μου».  Ο Γέροντας τοῦ μίλησε τότε γιὰ τὸν ἀββᾶ Διόσκορο, ὅτι στὸ κελὶ του ἔκλαιγε πάντοτε γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἐνῶ ὁ μαθητὴς του καθόταν σὲ ἄλλο κελί.  Πήγε λοιπὸν κάποια φορᾶ ὁ μαθητὴς στὸ κελὶ τοῦ Γέροντα καὶ τὸν βρῆκε νὰ κλαίει·  ὅποτε τοῦ λέει:  «Πάτερ, γιατί κλαῖς;»  Κι ὁ Γέροντας τοῦ ἁπαντά:  «Τὶς ἁμαρτίες μου, παιδί μου, κλαίω».  Του λέει ὁ ἀδελφός:  «Δὲν ἔχεις ἁμαρτίες, πάτερ»  καὶ ὁ Γέροντας τοῦ ἀποκρίνεται:  «Ἀλήθεια, ἂν ἀφεθῶ νὰ δῶ τὶς ἁμαρτίες μου, δὲν μοῦ φθάνουν ἄλλοι τρεῖς ἢ τέσσερις νὰ κλαῖνε μαζί μου γι’ αὐτές».  Είπε λοιπὸν ὁ ἀββὰς Ποιμήν:  «Ἔτσι εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ γνώρισε τὸν ἑαυτό του».
7.  Είπε ὁ ββς Εάγριος:  «Νὰ θυμᾶσαι πάντοτε τὴν αἰώνια κρίση, νὰ μὴν ξεχνᾶς τὴν ἔξοδό σου ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ καὶ τότε δὲν θὰ ὑπάρχει ἁμαρτία στὴν ψυχή σου».
8.  Ο ββς λίας εἶπε:  «Ἐγὼ τρία πράγματα φοβοῦμαι·  τὴν ἔξοδο τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, τὴ συνάντησή μου μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἔκδοση τῆς καταδικαστικῆς ἀπόφασης γιὰ μένα».
9.  Ο ββς σαΐας εἶπε:  «Εἶναι ἀπαραίτητο αὐτὸς ποὺ ζεῖ τὴ ζωὴ τῆς ἡσυχίας νὰ βάζει τὸν φόβο τῆς συνάντησης μὲ τὸν Θεὸ μπροστὰ ἀπὸ τὴν ἀνάσα του·  γιατί ἐνόσω ἡ ἁμαρτία πείθει τὴν καρδιά του νὰ τὴν ἀκολουθεῖ, δὲν ἦρθε ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ μέσα του ἀκόμα καὶ βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ».
10.  Ο ββς Πέτρος, ὁ μαθητὴς τοῦ ἀββᾶ Ἠσαΐα, ἔλεγε:  «Ἐπισκέφθηκα τὸν ἀββᾶ, ὅταν ἦταν ἄρρωστος, καὶ τὸν βρῆκα νὰ ὑποφέρει πολύ.  Σαν μὲ εἶδε ἐκεῖνος νὰ λυπᾶμαι, μοῦ εἶπε:  «Ποιὰ ἡ ταλαιπωρία, ὅταν συνοδεύεται αὐτὴ ἀπὸ τὴν προσδοκία τῆς ἀναπαύσεως;  Αλλά ἐμένα μὲ συνέχει ὁ φόβος τῆς ὁλοσκότεινης ἐκείνης ὥρας, ὅταν θὰ ἀπορριφθῶ ἀπὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ καὶ κανεὶς δὲν θὰ βρεθεῖ νὰ μοῦ ἀποκριθεῖ οὔτε θὰ ὑπάρχει ἡ παρήγορη προσμονὴ τῆς ἀναπαύσεως».
ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ Α΄.  ΚΕΦ. Γ΄ 1-10
Ι. ΗΣΥΧ. ΓΕΝΕΣΙΟΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ, ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

 
11.  Είπε ακόμα ο αββάς Πέτρος, ο μαθητής του αββά Ησαΐα:  «Άλλη μια φορά πάλι πήγα και τον βρήκα πολύ άρρωστο και βλέποντας πόσο τον πονούσε η ψυχή μου, μου είπε:  ‘‘Μόλις και μετά βίας, πλησιάζοντας τον θάνατο μέσα σε τέτοιες αρρώστιες, ίσως μπορέσω να κρατήσω στη μνήμη μου την πικρή εκείνη ώρα.  Γιατί η υγεία του θνητού αυτού σώματος δεν φέρνει ωφέλεια.  Το σώμα ζητάει την υγεία για να ξεστρατήσει από τον Θεό.  Αλλιώς, ένα δένδρο που ποτίζεται καθημερινά, είναι δυνατό ποτέ να ξεραθεί η ρίζα του και να μείνει άκαρπο;’’»
12.  Ο αββάς Πέτρος είπε:  «Ρώτησα τον Γέροντα ‘‘τι είναι φόβος Θεού;’’ και μου απάντησε: ‘‘Ένας άνθρωπος που συμφωνεί με τη γνώμη κάποιου, ενώ είναι απών ο Θεός, αυτός δεν έχει μέσα του τον φόβο του Θεού’’»
13.  Έλεγε επίσης για τη Θεία Κοινωνία:  «Αλίμονό μου, γιατί ενόσω κοινωνώ, είμαι μαζί με τους εχθρούς του Θεού.  Ποια είναι η κοινωνία που έχω μαζί του;  Επομένως κοινωνώ για έλεγχο και καταδίκη μου˙  γιατί αυτό σημαίνει η φράση ‘‘τα άγια προσφέρονται στους αγίους’’.  Εάν όμως είμαι άγιος, δεν μπορούν τίποτε να μου κάνουν οι εχθροί».
14.  Έλεγε ο αββάς Ησαΐας:  «Αλίμονό μου, αλίμονό μου, γιατί δεν αγωνίσθηκα για τη σωτηρία μου.  Αλίμονό μου, αλίμονό μου, γιατί δεν αγωνίσθηκα να καθαρίσω τον εαυτό μου, ώστε να είμαι άξιος να γείρει λίγο προς το μέρος μου ο ελεήμων Θεός.  Αλίμονό μου, αλίμονό μου, γιατί δεν αγωνίσθηκα να βγω νικητής στους πολέμους των εχθρών σου, ώστε Εσύ να βασιλεύσεις μέσα μου».
15.  Είπε πάλι:  «Αλίμονό μου, που ολόγυρά μου βρίσκεται τ’ όνομά σου, κι όμως εγώ υπηρετώ τους εχθρούς σου.
Αλίμονό μου, αλίμονό μου, γιατί κάνω αυτά που αηδιάζει ο Θεός, γι’ αυτό και δεν με θεραπεύει».
16.  Είπε ακόμη:  «Αλίμονό μου, αλίμονό μου, γιατί έχω απέναντί μου κατηγόρους για όσα γνωρίζω και για όσα δεν γνωρίζω και δεν μπορώ να τα αρνηθώ.  Αλίμονό μου, αλίμονό μου, πώς μπορώ να συναντήσω τον Κύριό μου και τους αγίους του, αφού οι εχθροί μου δε άφησαν ούτε ένα μέλος μου καθαρό ενώπιον του Θεού;»
17.  Ο μακάριος Θεόφιλος, ο αρχιεπίσκοπος, έλεγε:  «Πόσο μεγάλο φόβο και τρόμο και δυσκολία έχουμε να αντικρύσουμε, την ώρα που η ψυχή χωρίζεται από το σώμα!  Τότε μας πλησιάζει στρατιά και δύναμη των αντίθετων δυνάμεων, οι άρχοντες του σκότους, οι κυρίαρχοι της πονηρίας και αρχές και εξουσίες, τα πονηρά δηλαδή πνεύματα, και κρατούν την ψυχή σαν σε κάποια δίκη, παρουσιάζοντας ενώπιόν της όλα τα αμαρτήματα, που είτε με επίγνωση είτε από άγνοια έκανε, από τη νεαρή ηλικία μέχρι την ώρα που στα ξαφνικά την κατέλαβαν.  Στέκονται λοιπόν και την κατηγορούν για όλα, όσα έκανε.  Λοιπόν, ποιον τρόμο νομίζεις ότι αισθάνεται εκείνη την ώρα, έως ότου βγει η απόφαση και ελευθερωθεί απ’ αυτά;  Αυτή είναι η κρίσιμη ώρα για την ψυχή, μέχρι να δει ποιο θα είναι το αποτέλεσμα γι’ αυτήν.
Επίσης και οι θείες δυνάμεις στέκονται ακριβώς απέναντι στις αντίθετες και με τη σειρά τους παρουσιάζουν τα καλά της έργα.  Σκέψου λοιπόν, η ψυχή μες στη μέση  με τι φόβο και τρόμο στέκεται, έως ότου βγει η απόφαση της δίκης της από τον δίκαιο Κριτή˙  και αν είναι άξια, οι πρώτοι διώχνονται επιτιμητικά και την ψυχή την αρπάζουν οι θείες δυνάμεις από τα χέρια των δαιμόνων και στο εξής κατοικεί αμέριμνη, σύμφωνα μ’ αυτό που έχει γραφεί˙  ‘‘Όλοι όσοι θα κατοικούν σε σένα θα ευφραίνονται’’.  Έτσι εκπληρώνεται και άλλος λόγος της Γραφής˙  ‘‘Έφυγε μακριά τους κάθε πόνος, λύπη και στεναγμός’’.  Τότε ελευθερωμένη πια προχωρεί σ’ εκείνη την απερίγραπτη χαρά και δόξα, στην οποία και θα εγκατασταθεί.
Εάν όμως βρεθεί να έχει ζήσει με αμέλεια, ακούει τη φοβερότατη φωνή:  ‘‘ Να απομακρυνθεί ο ασεβής, για να μη δει τη δόξα του Κυρίου’’.  Τότε την ψυχή αυτή την περιμένει ημέρα οργής, ημέρα θλίψης και ανάγκης, το σκοτάδι και η μαυρίλα.  Αφού παραδοθεί στην κόλαση και στην αιώνια φωτιά, θα είναι καταδικασμένη να τιμωρείται στους απέραντους αιώνες.  Τότε πού είναι η καύχηση του κόσμου, πού ή κενοδοξία, πού η καλοπέραση και η απόλαυση, πού η επίδειξη, πού η ανάπαυση, πού τα μεγάλα λόγια, πού τα χρήματα και η υψηλή καταγωγή, πού ο πατέρας, πού η μητέρα, πού οι αδελφοί;  Ποιος από αυτούς θα μπορέσει να γλυτώσει αυτήν την ψυχή, που θα την καίει η φωτιά και πικρά βάσανα θα την κατέχουν;
Αφού αυτά έτσι έχουν, τι λογής πρέπει να είναι η δική μας ζωή με άγια αναστροφή και κάθε ευλάβεια προς τον Θεό;  Τι αγάπη έχουμε χρέος να αποκτήσουμε, τι λογής συμπεριφορά, τι τρόπο ζωής, τι λογής πορεία;  Ποια ακρίβεια στην κάθε μας ενέργεια, τι λογής πρέπει να’ ναι η προσευχή μας, πόση βεβαιότητα να έχουμε;
Αυτά λοιπόν αφού τα περιμένουμε να συμβούν, ας φροντίσουμε να μας βρει ο Κύριος ακηλίδωτους και άμεμπτους, με ειρήνη, για να αξιωθούμε να τον ακούσουμε να λέει:  ‘‘Ελάτε οι ευλογημένοι από τον Πατέρα μου και κληρονομήστε τη βασιλεία, που έχει ετοιμασθεί για σας από τότε που δημιουργήθηκε ο κόσμος’’».
18.  Ο ίδιος ο αββάς Θεόφιλος, ο αρχιεπίσκοπος, την ώρα που πέθαινε είπε:  «Καλότυχος είσαι, αββά Αρσένιε, γιατί παντοτινά είχες στη μνήμη σου αυτή την ώρα».
19.  Έλεγαν οι πατέρες ότι κάποια φορά καθώς έτρωγαν οι αδελφοί, μέσα σε μια κοινωνία αγάπης, γέλασε κάποιος αδελφός πάνω στο τραπέζι.  Και βλέποντάς τον ο αββάς Ιωάννης δάκρυσε και είπε:  «Τι άραγε έχει ο αδελφός αυτός στην καρδιά του και γέλασε, ενώ όφειλε μάλλον να κλαίει, γιατί γευματίζει σε τράπεζα αγάπης;»
20.  Ο αββάς Ισαάκ και ο αββάς Αβραάμ έμεναν μαζί˙  και μια φορά μπαίνοντας ο αββάς Αβραάμ βρήκε τον αββά Ισαάκ να κλαίει και του λέει:  «Γιατί κλαις;»  Και ο Γέροντας απάντησε:  «Και πώς να μην κλάψουμε;  Πού μπορούμε να πάμε τώρα;  Κοιμήθηκαν οι πατέρες μας.  Τότε δεν μας αρκούσε το εργόχειρο για τα ναύλα που δίναμε στα πλοία, όταν πηγαίναμε να δούμε τους Γέροντες˙  τώρα όμως ορφανέψαμε και γι’ αυτό κλαίω».
 
ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ Α΄.  ΚΕΦ. Γ΄ 11-20
Ι. ΗΣΥΧ. ΓΕΝΕΣΙΟΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ, ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Breaking News