Ινστιτούτο Peterson: Οι αποσπασματικές λύσεις για την Ελλάδα δεν πρόκειται να λειτουργήσουν

by | Feb 16, 2015 | Οικονομία

BREAKING News

Από τον Ajai Chopra

Το αδιέξοδο μεταξύ της νέας ελληνικής κυβέρνησης και της υπόλοιπης ζώνης του ευρώ προήλθε από τις κακές πολιτικές του 2010. 

Πολλοί σχολιαστές είχαν προειδοποιήσει τότε ότι η Ελλάδα ήταν σε πτώχευση και ότι η αναδιάρθρωση του χρέους ή η χρεοκοπία ήταν αναπόφευκτη. Μεταξύ αυτών ήταν ο Jacob Funk Kirkegaard του Ινστιτούτου Peterson, ο οποίος τον Μάιο του 2010 είχε επισημάνει ότι το πακέτο διάσωσης για την Ελλάδα που σχεδιάστηκε και ήταν υπό την επίβλεψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) -τη λεγόμενη τρόικα- «απλά δεν ήταν αξιόπιστο» και ότι το βάρος του χρέους της χώρας θα χρειαστεί να μειωθεί. (Για τη λίστα των σχολιαστών που συμφωνούσαν, κάνοντας το ίδιο σχόλιο, δείτε την παράγραφο 56 του ΔΝΤ στην αξιολόγηση του 2013 για την συμμετοχή του στο πρόγραμμα της Ελλάδας).

Αντί να αναγνωρίσει ότι το ελληνικό χρέος δεν ήταν βιώσιμο και να διαπραγματευτεί μια βαθιά αναδιάρθρωσή του στην αρχή, η ζώνη του ευρώ και το ΔΝΤ αποφάσισαν να διασώσουν τους ιδιώτες πιστωτές στην Ελλάδα, που κατείχαν το μεγαλύτερο μέρος του χρέους της. Που σημαίνει ότι η Ελλάδα δανειζόταν δημόσιο χρήμα και τα χρήματα αυτά χρησιμοποιούνταν για να εξοφληθεί το χρέος των ιδιωτών, το οποίο κατείχαν κυρίως γαλλικές και γερμανικές τράπεζες. Οι πιστωτές, των οποίων η υπερβολή ήταν ίση με εκείνη των Ελλήνων, είχαν τη δυνατότητα να το εξαργυρώσουν, παρά να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες των κακών αποφάσεων τους, διαιωνίζοντας έτσι τον ηθικό κίνδυνο εκ μέρους των δανειστών. Ο «λογαριασμός» επιβλήθηκε στους έλληνες φορολογούμενους, και η τρόικα ζήτησε από την Ελλάδα να προβεί σε τεράστια δημοσιονομική προσαρμογή, η οποία συνέβαλε στην οικονομική ύφεση, καθιστώντας πιο δύσκολη την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που απαιτούνται για τη βελτίωση της λειτουργίας της προβληματική ελληνικής οικονομίας.

Ένα απόφθεγμα για τη διαχείριση κρίσεων είναι να αναγνωρίζουμε τα λάθη του παρελθόντος, να εντοπίζουμε και να κατανέμουμε δίκαια τις απώλειες και να προχωράμε. Αυτό το απόφθεγμα αγνοήθηκε από την αρχή και εξακολουθεί να αγνοείται. Αντίθετα, αυτό που ο Ashoka Mody αποκαλεί «σταγονίδια ανακούφισης», τη μείωση των επιτοκίων και την παράταση των προθεσμιών λήξης αποπληρωμής για τα περισσότερα επίσημα δάνεια, «χρησιμεύουν μόνο για να παρατείνει τους αγώνες της Ελλάδας». Ως αποτέλεσμα, η ελληνική κρίση συνεχίζει να ταράζει την ζώνη του ευρώ, με εχθρικές πολιτικές συνέπειες και σημαντικό οικονομικό κόστος.

Τι θα συνέβαινε αν είχε επιτραπεί στην Ελλάδα να αναδιαρθρώσει το δημόσιο χρέος της το 2010 και αν οι κυβερνήσεις των πιστωτών είχαν τότε γρήγορα ανακεφαλαιοποίησει τις τράπεζες που είχαν πληγεί, στην περίπτωση που δεν μπορούσαν να συγκεντρώσουν ιδιωτικά κεφάλαια για την κάλυψη των ζημιών; Τι θα συνέβαινε αν το βάρος είχε μοιραστεί από κοινού στους πιστωτές αντί να επιβληθεί κατά κύριο λόγο στους φορολογούμενους στην Ελλάδα; Πώς θα ήταν τα πράγματα σήμερα στην Ευρώπη; Το πιο πιθανό είναι να ήταν αρκετά καλύτερα από ό, τι είναι σήμερα, με ένα μικρότερο λογαριασμό για τον επίσημο τομέα και με  ισχυρότερες οικονομικές προοπτικές.

Το δίδαγμα από τα τελευταία πέντε χρόνια αναταραχής στην Ελλάδα έγκειται στο ότι οι αποσπασματικές λύσεις, ακόμα και αν ήταν πολιτικά σκόπιμες, δεν θα επιλύσουν την κρίση και ότι οι καθυστερήσεις κοστίζουν. Οι επίσημοι πιστωτές και η ελληνική κυβέρνηση πρέπει τώρα να εργαστούν προς την κατεύθυνση μιας μακροπρόθεσμης βιώσιμης λύσης. Και στις δύο πλευρές, πρέπει να αποφευχθούν οι παρακινδυνευμένες κινήσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ατύχημα, εξαναγκάζοντας την Ελλάδα να βγει από τη ζώνη του ευρώ, με καταστροφικές συνέπειες για όλους.

Η μακροπρόθεσμη βιώσιμη λύση θα πρέπει να δημιουργεί οικονομική ανάπτυξη, να μειώνει τις αποπληθωριστικές πιέσεις, και να δημιουργεί επίσης τις συνθήκες για την επιστροφή της Ελλάδας στην πρόσβαση στις αγορές, αντί να διαιωνίζει την εξάρτηση από την επίσημη χρηματοδότηση. Τα παρακάτω στοιχεία θα είναι βασικά για μια τέτοια λύση.

Πρώτον, είναι απαραίτητη μια περαιτέρω σημαντική μείωση του χρέους στην Ελλάδα με όρους καθαρήςπαρούσας αξίας, με μόνιμο τρόπο που θα εξαλείφει σε μεγάλο βαθμό τη μακροπρόθεσμη αβεβαιότητα, καθιστώντας τους ιδιώτες επενδυτές πιο πρόθυμους να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Καθώς τα δάνεια του ΔΝΤ είναι μικρής διάρκειας και έχουν υψηλά επιτόκια,  θα πρέπει (το ΔΝΤ) να πείσει τις κυβερνήσεις της ζώνης του ευρώ να αντικατασταθούν οι εν λόγω υποχρεώσεις με φθηνότερα και μεγαλύτερης διάρκειας δάνεια από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, ο οποίος δεν υπήρχε όταν το ΔΝΤ εντάχθηκε στην τρόικα.

Δεύτερον, η Ελλάδα κατόρθωσε να επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα, αλλά η συνεχιζόμενη σκληρή δημοσιονομική σύσφιξη για την αύξηση του πλεονάσματος έως 4,5% του ΑΕΠ, όπως προβλέπεται από την Τρόικα- πρέπει να σταματήσει. Η προτεινόμενη μόνιμη μείωση του βάρους του χρέους θα δημιουργήσει τον χώρο για λιγότερο αυστηρή δημοσιονομική πολιτική, επιδιώκοντας παράλληλα την δημιουργία ενός μικρού πρωτογενούς πλεονάσματος.

Τρίτον, η Ελλάδα πρέπει να εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση των δημοσιονομικών θεσμών και της δημόσιας διοίκησης, μειώνοντας τις στρεβλώσεις που παρεμποδίζουν την παραγωγική ικανότητα της χώρας. Με τη μείωση του δημόσιου χρέους, μαζί με τον πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο, ο ανήσυχος ελληνικός λαός θα αποδεχθεί πιο εύκολα τις πολιτικές για την αντιμετώπιση των διαρθρωτικών ελλείψεων της οικονομίας.

Οι παραχωρήσεις και από τις δύο πλευρές μπορούν να δώσουν ένα αποτέλεσμα επωφελές για όλους. Αλλά αν αντί για αυτό, οι πιστωτές, που είναι, οι φορολογούμενοι της ζώνης του ευρώ-επιμένουν ότι η Ελλάδα δεν συμμορφώνεται με τις προηγούμενες συμφωνίες, θα καταδικάσουν την Ελλάδα και την ίδια τη ζώνη του ευρώ να υποφέρει από μια επαναλαμβανόμενη κρίση.

*Η παρούσα ανάλυση δημοσιεύθηκε στον Τύπο της Κυριακής (15/2/15). 

Breaking News