10 Αὐγούστου 1823. Ὁ θάνατος τοῦ Μάρκου

by | Aug 11, 2019 | Ιστορία - Μνήμες

BREAKING News

Γιὰ τὸν Μάρκο Μπότσαρη μάθαμε στὸ σχολεῖο ἐλάχιστες λεπτομέρεις γιὰ τὴν ζωή του καὶ τὰ ἔργα του. Μάθαμε καὶ κάποια, λίγα, ἀπὸ τὰ κατορθώματά του, μηδαμινὰ ὅμως, σὲ σχέσι μὲ αὐτὰ ποὺ πράγματι ἔπραξε. Διότι ὁ Μάρκος Μπότσαρης ἦταν μία ἐξαίρετη φυσιογνωμία ἀνδρός, μὲ πολὺ μεγάλες ἰκανότητες, πολιτικὲς καὶ στρατιωτικές.
Τὸ σημαντικότερον ὅμως ἀπὸ τὰ μεγάλα του ἔργα εἶναι τὸ ὅ,τι στάθηκε ὁ πρῶτος ἀπὸ τοὺς Σουλιῶτες ποὺ συνέδεσε τὴν Μοίρα τοῦ Σουλίου μὲ τὴν ἀπελευθέρωσι τῆς Ἑλλάδος. Ἀγωνίστηκε, ἔως τῆς τελευταίας του πνοῆς, γιὰ νὰ μπορέσῃ νὰ κρατήσῃ ἐνωμένους τοὺς Ἕλληνες, ἔναντι τοῦ κοινοῦ τους ἐχθροῦ: τοῦ σουλτάνου.
Πολέμησε πάντα, σὲ ὅλες τὶς μάχες ποὺ ἔλαβε μέρος, στὴν πρώτη γραμμή, δίχως νὰ προστατεύῃ τὸν ἑαυτό του ἀπὸ κινδύνους. Ἦταν Σουλιώτης βλέπετε…

Υἱὸς τοῦ Κίτσου Μπότσαρη, ἑνὸς ἀπὸ τοὺς σημαντικοτέρους Σουλιῶτες ὁπλαρχηγούς, ποὺ ὅμως «προσκύνησε» τὸν Ἀλῆ πασσᾶ, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τὸν διευκολύνῃ στὴν ἐκδίωξι τῶν Σουλιωτῶν τὸ 1803 ἀπὸ τὸ λατρεμένο τους Σούλι. Τὴν ἀρχὴ τῆς προδοσίας, ἀν τὶ εἰκοσιπέντε χιλιάδων γροσίων, ἔκανε ὁ Γιώργης Μπότσαρης, πατέρας τοῦ Κίτσου, ὁ ὁποῖος τελικῶς, ὅταν ἔπεσε τὸ Σούλι, συνειδητοποιῶντας τὸ μέγεθος τῆς καταστροφῆς, ποὺ ἐπέφερε ἡ προδοσία του, ηὐτοκτόνησε.

Ὁ Μάρκος μεγάλωσε κοντὰ στὸν Ἀλῆ πασσᾶ, ἐκπαιδεύθηκε στὴν αὐλή του, μὲ τοὺς στρατιωτικούς του καὶ τελικῶς κατέφυγε, μὲ ὅλη τὴν οἰκογένειά του, στὴν Κέρκυρα, γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὸ μένος τοῦ Ἀλῆ. Ὁ Μάρκος, ὅταν ἔφθασε στὴν Κέρκυρα, ἦταν ἀκόμη παιδί δεκατεσσάρων ἐτῶν.
Στὴν Ἄρτα, τὸ 1813, ὁ Γῶγος Μπακόλας, ἀπὸ τὴν Σκουληκαριᾶ Ἄρτης, κατ’ ἐντολὴν τοῦ Ἀλῆ πασσᾶ, δολοφόνησε τὸν πατέρα τοῦ Μάρκου, Κίτσο Μπότσαρη. (Ὁ Ἀλῆ πασσᾶς ἤθελε νὰ ἐξολοθρεύσῃ τοὺς Σουλιῶτες μὲ κάθε τρόπο. Ἀκόμη κι αὐτοὺς ποὺ τὸν ἐξυπηρέτησαν, ἤ τὸν ὑπηρέτησαν πιστά, τελικῶς τοὺς «καθάρισε». Γιὰ αὐτὸν τὸ Σοῦλι καὶ οἱ Σουλιῶτες ἦταν πληγὴ ποὺ ἔπρεπε νὰ κλείσῃ μὲ κάθε τίμημα!!!)
Παρὰ τὸ μίσος ὅμως, ποὺ δικαιολογημένα ἔτρεφε ὁ Μάρκος, γιὰ τὸν δολοφόνο τοῦ πατέρα του, στὶς ἀπαρχὲς τῆς ἐπαναστάσεως πρῶτος ἔδωσε τὸ καλὸ παράδειγμα καὶ ἀγκάλιασε τὸν Γῶγο Μπακόλα, πρὸ κειμένου νὰ ξεχαστοῦν τὰ περασμένα καὶ νὰ ἀφιερωθοῦν ὅλοι στὴν μεγάλη ἰδέα.

Ὅταν ξεκίνησε ἡ πολιορκία τῶν Ἰωαννίνων καὶ τοῦ Ἀλῆ πασσᾶ, ἀπὸ τὰ στρατεύματα τοῦ σουλτάνου, ἐδόθῃ ἀμνηστία σὲ ὅλους τοὺς ἀρματωλοὺς καὶ τοὺς κλέφτες, ποὺ ἔως τότε ὁ Ἀλῆς κυνήγησε, κατέστρεψε καὶ διέλυσε τὰ στρατιωτικά τους σώματα, τὶς οἰκογένειές τους καὶ τὶς περιουσίες τους. Ὁ σουλτάνος μὲ αὐτὴν τὴν ἀπόφασι προσπαθοῦσε νὰ μεγαλώσῃ τὶς δυσκολίες τοῦ Ἀλῆ πασσᾶ καὶ νὰ χρησιμοποιήσῃ τὴν πολεμικὴ ἐμπειρία, καθῶς ἐπίσης καὶ τὴν συσσωρευμένη ὀργὴ τῶν θυμάτων τοῦ Ἀλῆ πασσᾶ, γιὰ νὰ καμφθῇ ταχύτερα ὁ Ἀλῆς.
Αὐτὴ ὅμως ἡ ἀπόφασις τοῦ σουλτάνου ἀφοροῦσε καὶ στοὺς Σουλιῶτες. Κι ἔτσι, μετὰ ἀπὸ δεκαεπτὰ χρόνια ἐξορίας στὴν Κέρκυρα, οἱ Σουλιῶτες θὰ ἐπέστρεφαν στὴν γενέτειρά τους.

Οἱ μπέηδες καὶ οἱ ἀγάδες τῆς Ἠπείρου, συνειδητοποιῶντας πὼς ἡ ἐπιστροφὴ τῶν Σουλιωτῶν στὸν τόπο τους, θὰ τοὺς ἐπανέφερε στὴν πρὸ τῆς ἐκδιώξεῶς τους περίοδο, τρομοκρατήθηκαν κι ἀξίωσαν νὰ ἐξαιρεθοῦν τῆς ἀποφάσεως, εἰδικῶς οἱ Σουλιῶτες. Ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ σημεῖον τῆς τριβῆς ἐκμεταλλεύθηκε ὁ πολιορκημένος Ἀλῆ πασσᾶς καὶ συνεμάχησε μαζύ τους. Κι ἔτσι, στὶς 6 Δεκεμβρίου τοῦ 1820, οἱ Σουλιῶτες ἐπανῆλθαν στὸ Σοῦλι, γιὰ νὰ προκαλέσουν μικρὲς ἤ μεγάλες φθορές, στὰ ὀθωμανικὰ στρατεύματα.

Ἡ ἐπιστροφὴ τῶν Σουλιωτῶν ὅμως, στὰ πάτρια ἐδάφη τους, ἐπέφερε ἀκόμη μίαν σπουδαία συμφωνία. Ὑπογράφεται στὶς 15 Ἰανουαρίου τοῦ1821 συμμαχία μεταξὺ Ἀλβανῶν καὶ Σουλιωτῶν, μὲ στόχο τὴν στήριξι τοῦ Ἀλῆ. Μία συμφωνία ποὺ ἐνίσχυσε πάρα πολύ, τοὺς πρώτους ἐκείνους μῆνες, τὴν ἐπανάστασι.
Οὐσιαστικῶς ὁ Ἀλῆς Τεπελενλῆς, διώκτης τῶν Σουλιωτῶν, ὑπεχρεώθῃ νὰ ἐπιστρέψῃ τὰ ἐδάφῃ καὶ τὰ προνόμια ποὺ ἄλλοτε εἶχαν, ἀλλὰ καὶ νὰ πληρώνῃ τοὺς Σουλιῶτες, γιὰ νὰ τὸν στηρίζουν.

Σὲ ἡλικία τριάντα ἐτῶν πιά, ὁ Μάρκος Μπότσαρης, καὶ κατόπιν τῆς ἀπολύτου συμφιλιώσεως τῶν Σουλιωτῶν μεταξύ τους, ἀνέλαβε, δικαίως, τὴν ἀρχηγεία τους. Διορίστηκε  πολέμαρχος καὶ ἀνέλαβε μὲ ἀπόλυτο ἐπιτυχία τὴν παρενόχλησι τῶν σουλτανικῶν στρατευμάτων.
Ἄνδρας λιγομίλητος, μυαλωμένος, σοβαρός, ντροπαλός.
Ἔως τότε ἦταν ἕνα παλληκάρι σιωπηλό, ὑπάκουο, ντροπαλό. Μὰ ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ πάτησε στὸ Σούλι, τριάντα ἐτῶν πλέον, ὁ Μάρκος ξύπνησε λιοντάρι.

Ξεκίνησε νὰ κτυπᾶ τοὺς Τουρκαλβανοὺς ὁπουδήποτε τοὺς συναντοῦσε. Πρῶτος στόχος τὸ χωριὸ Βαριάδες. Ἐκεῖ ἐστάθμευαν χίλιοι περίπου Τοῦρκοι. Ὁ Μάρκος τοὺς κτυπᾶ καὶ τοὺς σκορπίζει.
Στὴν συνέχεια καθαρίζει τὸν δρόμο Πρεβέζης Ἰωαννίνων. Διώχνει τοὺς Τούρκους ἀπὸ τὰ Πέντε Πηγάδια, σημαντικότατον πέρασμα, μόνον μὲ τὴν φήμη του. Ἀλλὰ κι ὅταν προσεπάθησαν νὰ ἐπανακτήσουν τὴν τοποθεσία οἱ Τοῦρκοι, ὁ Μάρκος κατάφερε νὰ τοὺς προκαλέσῃ μεγάλες φθορές.
Ἀκολουθεῖ ἡ Λέλοβα, ἡ Κάντζα καὶ τὸ κάστρο τῆς Ῥηνιάσας, σημεῖον ἰδανικὸ γιὰ νὰ μποροῦν οἱ Σουλιῶτες νὰ ἔχουν πρόσβασι στὴν θάλασσα. Ἡμέρα καὶ νύκτα, ἰδίως νύκτα, οἱ Σουλιῶτες ξετρύπωναν καὶ κατεδίωκαν τουρκαλβανούς σὲ κάθε πλευρὰ τῆς Ἠπείρου.

Ἦταν τόσο μεγάλο τὸ πρόβλημα ποὺ δημιούργησε στὰ ὀθωμανικὰ στρατεύματα, ποὺ ἀρκοῦσε νὰ ἀκουστῇ κάπου τὸ ὄνομά του γιὰ νὰ ὁδηγήσῃ σὲ πανικόβλητο φυγὴ μεγάλα τμήματα τῆς στρατιᾶς τοῦ σουλτάνου.
Στὸ μεγαξὺ ἡ φήμη  γιὰ τὰ κατορθώματά του ἐξαπλωνόταν πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Ἠπείρου. Ἡ δόξα, βασιζομένη ἀποκλειστικῶς στὸ πολεμικό του κλέος, μεγάλωνε κι ἐξαπλωνόταν. Ἀπὸ κάθε γωνιὰ τῆς Στερεᾶς Ἑλλάδοςκαὶ τῆς Ἠπείρου ἔτρεχαν νὰ τὸν βροῦν καὶ νὰ πολεμήσουν μαζύ του. Τὰ χωριὰ ἄρχισαν νὰ ἀνασαίνουν ἐλεύθερα καὶ οἱ ὀθωμανοὶ νὰ μαζεύονται. Ὅλο καὶ περισσότεροι ὁπλαρχηγοὶ ἔτρεχαν νὰ συμπράξουν μαζύ του, γιὰ νὰ τὸν ἐνισχύσουν.
Ἀπὸ ἑπτακοσίους ἑξήντα πολεμιστές, ποὺ ξεκίνησαν, ἔφθασαν τὶς τρεῖς χιλιάδες μέσα σὲ λίγους μῆνες. Ἦταν τόσο μεγάλο τὸ πρόβλημα ποὺ δημιούργησαν οἱ Σουλιῶτες στὰ σουλτανικὰ στρατεύματα, πού, ὁ τότε ἐπὶ κεφαλῆς τους Πασόμπεης, στὶς 14 Ἀπριλίου τοῦ 1821, ἔντρομος πλέον ζητοῦσε συμμαχία μαζύ του καὶ μὲ τοὺς Σουλιῶτες του.

Στὸ μεταξὺ ὁ Μάρκος Μπότσαρης εἶχε ἤδη ἀρχίσῃ νὰ ἀντιλαμβάνεται τὴν σοβαρότητα τῆς καταστάσεως, στὴν ὁποία εἶχε ἐμπλακῇ. Τὰ νέα ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο, τὰ νησιά, τὴν Μακεδονία, τὴν Θεσσαλία καὶ τὴν Στερεὰ Ἑλλάδα ἦσαν ἐνθουσιώδῃ. Οἱ τουρκαλβανοὶ ἀπὸ παντοῦ ἐδιώκοντο. Οἱ περισσότερες μάχες ἦσαν νικηφόρες ὑπὲρ τῶν Ἑλλήνων. Ἡ ἐπανάστασις εἶχε ἀνάψῃ μεγάλες φωτιὲς κι αὐτὸς πλέον ἔπρεπε νὰ ἀποφασίσῃ, μαζὺ μὲ τοὺς συντρόφους του, γιὰ τὴν στάσι τους. Πρὸς τιμήν τους ἐπέλεξαν νὰ συστρατευθοῦν μὲ τοὺς Ἕλληνες, ἄν καὶ τελικῶς κι ὁ Πασόμπεης, ἀλλὰ κι ὁ Χουρσῆτ πασσᾶς, ποὺ τὸν ἀντικατέστησε λίγο ἀργότερα, τοὺς ἐπέτρεπαν νὰ κρατήσουν τὸ Σοῦλι, μὲ ὅλα τὰ προνόμια ποὺ εἶχαν παλαιότερα, ὑπὸ τὸν ὅρο νὰ διακόψουν τὴν συμμαχία τους μὲ τὸν Ἀλῆ.
Τὸ νέο κεφάλαιο εἶχε ἀνοίξῃ στὴν ἱστορία τοῦ Σουλίου, μὲ πολέμαρχο τὸν Μάρκο, ὁ ὁποιος, γιὰ νὰ αἰσθάνεται ἥσυχος, στέλνει τὴν οἰκογένειά του στὴν Ἰταλία. Εἶχε νὰ τελειώσῃ ἕναν πόλεμο πρῶτα…

Στὸ μεταξὺ προσεγγίστηκε, λόγῳ τῆς μεγάλης φήμης, ποὺ σταδιακῶς ἀπέκτησε στὰ πεδία τῶν μαχῶν, ἀπὸ τὸν Μαυροκορδᾶτο, μὲ ἀπώτερο σκοπὸ νὰ ἐκμεταλλευθῆ τὴν στρατιωτικὴ εὐφυΐα τοῦ Μάρκου, πρὸς ἴδιον ὄφελος. Ἀπὸ τότε, καὶ γιὰ κάποιο, μικρό, ἀλλὰ σημαντικὸ χρονικὸ διάστημα, γιὰ τὴν τύχη τοῦ Σουλίου, ὁ Μπότσαρης ἀπεμακρύνθῃ ἀπὸ τὸ Σοῦλι καὶ ἐνεπλάκῃ σὲ περιπέτειες, ποὺ ὅμως δὲν ὀφέλησαν τὴν ἰδιαιτέρα πατρίδα του.

Ὁ Ἀλέξανδρος Μαυροκορδᾶτος, ἀντιλαμβανόμενος πὼς ὁ Μάρκος εἶναι μεγάλο κεφάλαιο γιὰ τὴν ἐπανάστασι,  φροντίζει νὰ τὸν ἔχῃ διαρκῶς μὲ τὸ καλό. Ἀγαθὸς κι ἄμαθος ὁ Μάρκος, ἀπὸ πολιτικούς,  πέφτει στὴν παγίδα του καὶ συνεργάζεται. Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς συνεργασίας τους, δίχως ὅμως νὰ εὐθύνεται γιὰ αὐτὸ ὁ Μάρκος, ἐφ΄ ὅσον στρατάρχης ἦταν ὁ Μαυροκορδᾶτος, ἦταν ἡ καταστροφὴ τοῦ Πέτα, στὶς 4 Ἰουλίου τοῦ 1822, ὅπου ἔχασε ἐκατὸ συντρόφους του.
Ἡ συμφορὰ τοῦ Πέτα πλήγωσε ἀνεπανόρθωτα τὴν ἐπανάστασι, τὴν ἀνεξαρτησία τοῦ Σουλίου καὶ διέσπασε τὴν πολὺ καλὴ συνοχὴ ποὺ εἶχαν τὰ Ἑλληνικὰ στρατεύματα ἔως τότε. Ἀφ΄ ἑνὸς λοιπὸν ὁ Μάρκος, μετὰ τὴν μάχη, ἔχασε μεγάλο μέρος τῆς δυνάμεῶς του, κι ἀφ΄ ἑτέρου ἄρχισε νὰ συγκεντρώνῃ τὸ μένος τῶν ὑπολοίπων ὁπλαρχηγῶν τῆς Στερεᾶς Ἑλλάδος, ἀλλὰ καὶ τοῦ Σουλίου, στὴν συνέχεια.

Στὸ μεταξὺ τὸ Σοῦλι κινδύνευε πλέον σοβαρά, μένοντας ἀπομονωμένο. Ὁ Χουρσῆτ πασσᾶς ἀποφασίζει νὰ κλείσῃ διὰ παντὸς τὸ κεφάλαιον Σοῦλι, πρὶν ἐκστρατεύσῃ γιὰ τὴν Πελοπόννησο. Τὴν ἄνοιξι καὶ τὸ καλοκαίρι τοῦ 1822 νέες σελίδες ἡρωϊσμοῦ ξεκινοῦν νὰ γράφονται ἀπὸ τοὺς Σουλιῶτες. Ὅμως τὸ Σοῦλι ἔμεινε μόνο του, ἰδίως μετὰ τὴν καταστροφὴ τοῦ Πέτα καὶ τὴν μάχη τῆς Σπλάνσας. Καὶ δυστυχῶς, δίχως τὸν Μάρκο του, ποὺ παρέμεινε στὸ Μεσολόγγι.

Ὁ Μπότσαρης κι ἀπὸ τὸ Μεσολόγγι  ὅμως δὲν σταματᾶ. Μαθαίνει ἀπὸ τὰ λάθη του καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ ὀργανώνῃ, νὰ σχεδιάζῃ, νὰ προγραμματίζῃ… Προετοιμάζει νέες ἐπιχειρήσεις. Ἀντιλαμβάνεται πὼς μετὰ τὸ Σοῦλι σειρὰ ἔχει τὸ Μεσολόγγι κι ἀποφασίζει, στὸ μεταξύ, νὰ ἐνοχλῆ διαρκῶς τοὺς ὀθωμανούς καὶ ταὐτοχρόνως νὰ ἐνισχύσῃ τὴν ἄμυνα τῶν τειχῶν. Γυναῖκες, παιδιά, γέροι ἐπιστρατεύονται ἀπὸ τὸν Μάρκο γιὰ νὰ διορθώσουν ζημίες τῶν τειχῶν κι ἀμέσως μετὰ μεταφέρονται στὰ Ἑπτάνησα, γιὰ ἀσφάλεια.

Τὸ Σοῦλι πέφτει κι ὁ Μάρκος σπεύδει στὸ Κεφαλόβρυσο νὰ ἀνακόψῃ τὴν ὁρμὴ τῶν ὀθωμανικῶν στρατευμάτων, ποὺ ἑτοιμάζονταν νὰ ξεχυθοῦν στὴν Στερεὰ Ἑλλάδα, γιὰ νὰ σβήσουν τὴν ἐπανάστασι, μὲ μόλις πεντακοσίους Σουλιῶτες. Ἀδύνατον νὰ ἐμποδίσῃ ὅμως τὴν ὁρμητικὴ πορεία δέκα χιλιάδων ἐχθρῶν καὶ ὑποχωρεῖ πρὸς τὸ Μεσολόγγι. Σὲ λίγο ὁ κάμπος τοῦ Μεσολογγίου πλημμύρισε ἀπὸ διψασμένους γιὰ αἷμα τουρκαλβανούς. Στὶς 26 Σεπτεμβρίου τοῦ 1822 τὸ προπύργιον τῆς ἐπαναστάσεως μετεφέρθῃ κι ἐπισήμως ἀπὸ τὸ Σοῦλι στὸ Μεσολόγγι. Ἡ πρώτη πολιορκία τοῦ Μεσολογγίου ξεκινοῦσε.

Σὲ στενὸ κλοιὸ πλέον, ἐφ΄ ὅσον ὁ Κιουταχῆς  κι ὁ Ὁμὲρ Βρυώνηςπολιορκοῦν ὑπομονετικὰ τὸ Μεσολόγγι, ὁ Μάρκος, μὲ μόλις τριακοσίους ἑξήντα πολεμιστές, καταφέρνει νὰ δημιουργήσῃ τὴν ψευδαίσθησι στοὺς πολιορκητὲς πὼς τὸ στράτευμα τῶν πολιορκημένων εἶναι δεκαπλάσιο.

Στὸ μεταξύ, ὅλοι οἱ ὁπλαρχηγοί, ποὺ εἶχαν πρὸ μηνῶν προσκυνήσῃ, βλέποντας τὴν ἀποφασιστικότητα τῶν ἐγκλείστων τοῦ Μεσολογγίου, σιγὰ σιγά, ἕνας ἕνας, πλὴν τοῦ Βαρνακιώτου, ἐπέστρεφαν στὴν ἑλληνικὴ πλευρά.  Οἱ Τοῦρκοι, ἀπελπισμένοι ἀπὸ ἔλλειψι τροφῶν, ἀποφασίζουν νὰ ἐπιτεθοῦν τὴν νύκτα τῆς 25ης Δεκεμβρίου τοῦ 1822, αἰφνιδιαστικῶς, ὅταν οἱ πολιορκημένοι θὰ ἦσαν ἀπησχολημένοι μὲ τὰ τῶν θρησκευτικῶν τους τελετῶν. Ἀπέτυχαν διότι ἕνας Ἕλλην, ὁ Γιάννης Γούναρης, τοῦ ὁποίου ὁ Βρυώνης κρατοῦσε τὴν οἰκογένεια, ἐνημέρωσε τοὺς Ἕλληνες, γιὰ τὰ σχέδια τῶν πασσάδων. (Ἡ οἰκογένεια τοῦ Γούναρη, κατόπιν αὐτοῦ, ἐσφαγιάσθῃ.)
Τελικῶς οἱ πασσᾶδες ἔλυσαν, κατόπιν αὐτῆς τῆς ἀποτυχίας τους, τὴν πολιορκία κι ἐπέστρεψαν στὴν Ἤπειρο, μετὰ ἀπὸ ἑβδομήντα πέντε ἡμέρες. Στὴν διάρκεια τῆς φυγῆς τους, διότι περὶ φυγῆς ἐπρόκειτο, ἐδέχθησαν δύο κτυπήματα. Ἕνα ἀπὸ τὸν Καραϊσκάκη κι ἕνα ἀπὸ τὸν ἐξοργισμένο Ἀσπροπόταμο.

Ὁ Μπότσαρης στὸ μεταξύ, ἀπὸ τὸ Μεσολόγγι, ἀντιλαμβανόμενος πὼς οἱ Τοῦρκοι θὰ ἐπανέλθουν, σκεπτόταν ἕνα παράτολμο σχέδιο. Εἶχε ἀπὸ καιρὸ ἀποφασίσῃ νὰ κτυπήσῃ τὴν καρδιὰ τῶν βάσεων τῶν ὀθωμανῶν, στὴν Ἤπειρο. Στέλνει ἐπιστολές, ζητᾶ βοήθεια, ἀπευθύνεται σὲ ὅλους τοὺς Ἕλληνες τῆς Στερεᾶς Ἑλλάδος καὶ τῆς Ἠπείρου. Μετὰ τὴν καταστροφὴ τοῦ Πέτα ὅμως οἱ περισσότεροι δὲν τὸν ἐμπιστεύονταν, ἰδίως λόγῳ τῆς σχέσεῶς του μὲ τὸν Μαυροκορδᾶτο.
Στοχεύει στὰ δύσκολα ἀλλα εἶναι μόνος του.

Στὸ Μεσολόγγι σιγὰ σιγὰ ἄρχισαν νὰ καταφθάνουν, ἀπὸ τὴν Κέρκυρα, ὅπου εἶχαν καταφύγῃ, καὶ οἱ ὑπόλοιποι Σουλιῶτες. Ὅμως οὐδὲ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐντοπίους ὁπλαρχηγοὺς ἐπιθυμοῦσε τοὺς Σουλιῶτες κοντά του. Πολλῷ δὲ μάλλον τὸν Μάρκο γιὰ ἀρχηγό τους.

Ὁ Μαυροκορδᾶτος ὅμως διορίζει τὸν Μάρκο ἀρχιστράτηγο, κάτι ποὺ ἐξόργισε τοὺς Στερεοελλαδῖτες ὁπλαρχηγούς, ποὺ αἰσθάνθηκαν ἀδικημένοι, ἀλλὰ καὶ τοὺς Σουλιῶτες, διότι θεωροῦσαν πὼς ὁ Ζυγούρης Τζαβέλλας ἦταν πολὺ καλλίτερός του. (Παλαιὰ ἡ ἀντιπαλότης Μποτσαραίων Τζαβελλαίων. Ἄλλως τὲ ὁ Μάρκος εἶχε ἐγκαταλείψῃ τὸ Σοῦλι καὶ ὁ Ζυγούρης Τζαβέλλας εἶχε ἀποδειχθῇ ἄξιος πολέμαρχος.)
Ὡστόσο φθάνει ἀπὸ τὴν Κεφαλληνία ὁ Κωνσταντῖνος Μεταξᾶς ὡς γενικὸς ἔπαρχος.
Οἱ προστριβὲς ἔντονες ἀλλὰ ὁ Μεταξᾶς κατάφερε νὰ χειριστῇ θαυμάσια τὶς καταστάσεις καὶ νὰ ὁμαλοποιήσῃ τὶς ἐντάσεις.
Γιὰ νὰ ξεπεραστῇ τὸ ἀδιέξοδον ὁ Μεταξᾶς ἐκικνήθῃ πρὸς δύο κατευθύνσεις. Μοίρασε διπλώματα καὶ τίτλους, σὲ ὅλους τοὺς δυσαρεστημένους ὁπλαρχηγούς, γιὰ νὰ ἡρεμήσῃ κάπως τὰ πνεύματα καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν Μάρκο νὰ συμβιλιωθῇ μὲ τοὺς Τζαβελλαίους. Ὁ Μάρκος, ἄν καὶ πικράθηκε, γιὰ τὶς τόσες στρατηγεῖες ποὺ μοιράστηκαν, δὲν τὸ ἔδειξε, τὸ ξεπέρασε ταχύτατα καὶ συμφώνησε νὰ συμφιλιωθῇ μὲ τοὺς Τζαβελλαίους. Φύσει σεμνός ἄλλως τέ, ἀλλὰ καὶ δεσμευμένος ἀπόλυτα στὴν ἱερότητα τοῦ ἀγῶνος, σκίζει στὶς 17 Ἰουνίου τοῦ 1822 τὸ δίπλωμα τῆς ἀρχιστρατηγείας, θέτοντας ἑαυτὸν ἁπλὸ πολεμιστή, ἀρνούμενος νὰ θυσιάσῃ τὴν ένότητα τῶν Ἑλλήνων στὸν βωμὸ τῆς προσωπικῆς του φιλοδοξίας.

Ἀλλὰ ἡ πορεία γιὰ τὴν ἀθανασία τὸν καλεῖ…

Ἀπὸ καιρὸ σχεδιάζει ἐπίθεσι στὸ κέντρο, στὴν πηγὴ τῶν ὀθωμανικῶν δυνάμεων. Θέλει νὰ κτυπήσῃ τὶς κεφαλές τους, τοὺς πασσᾶδες καὶ τελικῶς νὰ διαλύσῃ, μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ὅλο τὸ στράτευμα. Ὁ Κίτσος Τζαβέλλας προσπάθησε νὰ τὸν κάνῃ νὰ ἀλλάξῃ γνώμη καὶ σχέδιο ἀλλὰ ἦταν ἀμετάπειστος.

Ἀποφασίζει νὰ κινηθῇ ἐναντίον τους. Στρατοπεδεύει στὸ Σοβολάκο.
Ἤδη ἀπὸ τὸν Ἰούνιο τοῦ 1823 νέα στρατεύματα κατέφθαναν στὴν Ἤπειρο. Ὁ Μουσταῆ πασσᾶς, μὲ ὀκτὼ χιλιάδες στρατό, ποὺ ἔνωσε μὲ τὶς τέσσερις χιλιάδες τοῦ Ὁμὲρ Βρυώνη, προετοιμαζόταν νὰ κατέλθῃ στὴν Στερεὰ Ἑλλάδα. Ἄλλες πέντε χιλιάδες, μὰ ἀρχηγὸ τὸν Τζελαλεντὶν μπέηπλησίαζαν τὸ Καρπενήσι. Στὶς 4 Αὐγούστου ὅλο τὸ ὀθωμανικὸ στράτευμα ἔφθανε στὰ Λιβαδάκια Καρπενησίου, στὴν θέσι Κεφαλόβρυσο. Στὶς 9 Αὐγούστου ἀκόμη ὀκτὼ χιλιάδες ἐνίσχυσαν τὶς ἤδη ἰσχυρὲς δυνάμεις τῶν ὀθωμανῶν.

Στέλνει στὶς 7 Αὐγούστου τρεῖς Σουλιῶτες νὰ κατασκοπεύσουν τὸ ἐχθρικὸ στράτευμα καὶ νὰ ἐντοπίσουν τὶς θέσεις τῶν ἀρχηγῶν του. Ὅταν ἔλαβε ὅλες τὶς πληροφορίες ποὺ χρειαζόταν, ἀπεφάσισε νὰ ἐπιτεθῇ τὰ ξημερώματα τῆς 9ης  πρὸς  10η Αὐγούστου, ἀλλὰ ἤδη τὸν πληροφοροῦν γιὰ τὶς νέες ἐνισχύσεις τῶν ἐχθρῶν.  Δὲν ἀλλάζει τὸ σχέδιό του.
Παραλλήλως ζήτησε ἀπὸ ὅλους τοὺς ὁπλαρχηγοὺς τῆς περιοχῆς νὰ ἀπασχολήσουν τὸ ἐχθρικὸ στράτευμα, μὲ ἐπιθέσεις ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς,  γιὰ νὰ μπορέσῃ νὰ ὁλοκληρώσῃ τὸ σχέδιό του. Οὐδὲ ἕνας ὅμως ἐνδιαφέρθηκε. Δύο χιλιάδες στράτευμα παρακολουθοῦσε ἀπὸ τὰ γύρω ὑψώματα.

Μὲ μόλις διακοσίους ἄντρες, δύο ὧρες πρὶν νὰ ξημερώσῃ, ὁρμᾶ στὸ στρατόπεδον τῶν κοιμισμένων τουρκαλβανῶν, σφάζοντας. Οἱ Τουρκαλβανοὶ δὲν ξέρουν τὶ συμβαίνει. Ἁπλῶς πέφτουν νεκροί. Λίγο πρὶν νὰ φθάσῃ στὶς σκηνὲς τῶν πασσάδων ὁ Τζελαλεντὶν μπέης, ποὺ ἔχει ἀντιληφθῇ πὼς στόχος εἶναι ὁ ἀρχηγός του, μὲ τρεῖς χιλιάδες φράζει τὸν δρόμο τοῦ Μάρκου. Μία μάντρα ποὺ εὑρέθη ἐκεῖ, γίνεται προμαχὼν γιὰ τοὺς ἀπελπισμένους ὀθωμανούς. Ὁ Μάρκος τραυματίζεται στὸν βουβώνα ἀλλὰ συνεχίζει μὲ περισσότερη ὁρμή.
Τὴν ἴδια ὥρα ὁ Κίτσος Τζαβέλλας κτυπᾶ τοὺς ὀθωμανοὺς ἀπὸ τὰ μετόπισθεν.
Ἡ μάντρα, τὸ ἐμπόδιο ποὺ χωρίζει τὸν Μάρκο ἀπὸ τοὺς πασσᾶδες, πρέπει νὰ πέσῃ.
Ζητᾶ ἀπὸ τοὺς ἄντρες του νὰ πυροβολήσουν πρὸς τὴν μάντρα, πρὸ κειμένου νὰ ἀπαντήσουν οἱ Τουρκαλβανοί, κι ἀπὸ τὸ μέγεθος τοῦ κρότου, νὰ ἀντιληφθῇ τὸ πόσοι εἶναι πίσω ἀπὸ τὴν μάνδρα.
Πράγματι, πυροβολοῦν οἱ Σουλιῶτες, ἀντὶ πυροβολοῦν οἱ Τουρκαλβανοί. Μία σφαίρα ὅμως κτυπᾶ τὸν Μάρκο στὸ μάτι καὶ τὸν ἀφήνει ξέπνοο…
Ὁ ἐξάδελφός του Τούσας Μπότσαρης περίλυπος σκεπάζει μὲ τὴν κάπα του τὸν νεκρό καὶ τὸν ἀπομακρύνει. Μόνον ὁ ἀδελφός του Μάρκου,Κώστας Μπότσαρης ἔμαθε γιὰ τὸ κακὸ κι ἄρχισε, σιγὰ σιγά, νὰ ἀπομακρύνεται. Οἱ ὑπόλοιποι Σουλιῶτες τὸν ἀκολούθησαν.
 Γιάννης Τσαούσης, ἀπὸ τὰ πρωτοπαλλήκαρα τοῦ Μάρκου, εἶχε πιάσῃ τὴν γέφυρα, ποὺ ὁδηγοῦσε στὸ ἐχθρικὸ στρατόπεδο, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴν μπορέσῃ ὁ Τζελαλεντὶν μπέης νὰ κυνηγήσῃ τοὺς Σουλιῶτες.

Λίγο μετὰ ἀπὸ τὴν μάχη οἱ πικραμένοι Σουλιῶτες εἶχαν σταθῆ δίπλα σὲ ἕνα ἐκκλησάκι, ὅπου λίγο ἀργότερα ἔφθασε ὁ Καραϊσκάκης γιὰ νὰ δώσῃ τὸν τελευταῖο ἀσπασμό. Ἦταν ὁ μόνος, ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους ὁπλαρχηγούς, ποὺ εἶχε προσφέρῃ στὸν Μάρκο τριακοσίους ἀπὸ τοὺς ἄνδρες του. Ὁ ἴδιος, βαρύτατα ἀσθενὴς ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες, δὲν μποροῦσε νὰ λάβῃ μέρος στὴν μάχη.

Ὁ Μάρκος Μπότσαρης τιμήθηκε ὅσο ἐλάχιστοι νεκροί.
Ὁ λαὸς τὸν ἔκλαψε. Τὸν ἔκλαψε καὶ ἡ πολιτεία.
Στὴν μνήμη μας ἔμεινε τὸ ὄνομά του περισσότερο, παρὰ ἡ δράσις του.
Κατὰ τὸν Γεώργιο Καραϊσκάκη ἦταν μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ἀπώλειες.
Κατὰ τὸν Χριστόφορο Πεῤῥαιβὸ ἦταν εὐτύχημα ἡ θυσία του, διότι ἐὰν ἐπεβίωνε τοῦ τολμήματός του, οὐδὲ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἄλλους ὁπλαρχηγοὺς θὰ ἐδέχετο νὰ συμπολεμήσῃ μαζύ του. Ἴσως, κατὰ τὸν Πεῤῥαιβὸ πάντα, νὰ ἀπεφεύχθῃ ἀκόμη ἕνας ἐμφύλιος. Ἴσως νὰ εἶχε δίκαιον.
Σὲ κάθε περίπτωσι ἡ ἀπώλεια ἦταν πολὺ μεγάλη.
Ὁ Μάρκος στάθηκε ἡ γέφυρα ποὺ ἔνωσε τοὺς Σουλιῶτες, βαθύτατα τοπικιστὲς ἔως τότε, μὲ τοὺς ὑπολοίπους Ἕλληνες. Γιὰ αὐτὸ καὶ μόνον ὀφείλουμε σεβασμὸ καὶ τιμὴ στὴν μνήμη του.
Ἡ πραγματικὴ ἡμερομηνία θανάτου του εἶναι στὶς 23 Αὐγούστου, κι ὄχι στὶς 10 Αὐγούστου-παλαιὸ ἡμερολόγιον.

Φιλονόη

Πληροφορίες ἀπό:
Ἱστορία τοῦ Σουλίου, Χριστόφορος Πεῤῥαιβός
Ἀπομνημονεύματα πολεμικά, Χριστόφορος Πεῤῥαιβός
Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, Σπυρίδων Τρικούπης
Ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάστασις, Διονύσιος Κόκκινος
Οἱ Ἀληθινοὶ Σουλιῶτες, Γιάννης Μπενέκος
Ἡ Ἐπανάστασις τοῦ ΄21, Δημήτριος Φωτιάδης

φωτογραφία

Breaking News