Όλες οι κατηγορίες:

Φανή Πεταλίδου
Ιδρύτρια της Πρωινής
΄Έτος Ίδρυσης 1977
ΑρχικήΑναλύσειςΛίγος πληθωρισμός θα βοηθούσε την ευρωζώνη

Λίγος πληθωρισμός θα βοηθούσε την ευρωζώνη

- Advertisement -

Του Simon TilfordCenter for European reform

Όλοι αποδέχονται ότι ο επίμονα υψηλός πληθωρισμός μπορεί να καταστρέψει την οικονομική ανάπτυξη και να τιμωρήσει αυθαίρετα κάποιες ομάδες της κοινωνίας ενώ να ωφελήσει κάποιες άλλες. Αλλά στην Ευρώπη τουλάχιστον, οι κίνδυνοι του υπερβολικά χαμηλού πληθωρισμού, συχνά αγνοούνται. Αντιμετωπίζοντας τη χρόνια ασθενή ζήτηση, η ευρωζώνη πλέον έχει μπροστά της την προοπτική του αποπληθωρισμού. Αυτό υπόσχεται να συμπιέσει περαιτέρω την οικονομική ανάπτυξη και να καταστήσει ακόμη πιο δύσκολη την αποπληρωμή χρέους. Πραγματικά, ο ρόλος του υψηλότερου πληθωρισμού στη βοήθεια της αντιμετώπισης της κρίσης της ευρωζώνης, είναι ελάχιστα κατανοητός. Για να επιβιώσει το ενιαίο νόμισμα, χρειάζεται πολύ υψηλότερο πληθωρισμό από ό,τι αυτόν που βιώνει τώρα, ιδιαίτερα στη Γερμανία.

Οι φορείς χάραξης πολιτικής έχουν δίκιο που προειδοποιούν για τον κίνδυνο να χαθεί ο έλεγχος με τον πληθωρισμό. Ο επίμονα υψηλός και ευμετάβλητος πληθωρισμός μπορεί να καταστήσει δύσκολο για τις εταιρείες να υπολογίσουν τις τιμές και τα μελλοντικά κέρδη, αποτρέποντάς τις από τις επενδύσεις. Μπορεί να δημιουργήσει σπιράλ μισθών και αποφασιστικά, αναδιανομή εισοδήματος από τους καταθέτες στους δανειστές. Αλλά οι φορείς χάραξης πολιτικής της ευρωζώνης είναι επικίνδυνα αισιόδοξοι σχετικά με τους κινδύνους του χαμηλού πληθωρισμού. Όταν ο πληθωρισμός πέσει πολύ χαμηλά, οι καταναλωτές και οι εταιρείες έχουν την τάση να κάθονται πάνω στα λεφτά τους και όχι να τα ξοδεύουν, στην περίπτωση των καταναλωτών διότι περιμένουν οι τιμές να υποχωρήσουν περαιτέρω και στην περίπτωση των εταιρειών διότι φοβούνται μια περαιτέρω εξασθένιση της ζήτησης. Αυτό είναι που εννοούν οι οικονομολόγοι με το «παγίδα ρευστότητας». Εν τω μεταξύ, η πολύ χαμηλή ανάπτυξη και ο χαμηλός πληθωρισμός, καθιστά πολύ πιο δύσκολη την αποπληρωμή του χρέους. Οι ΗΠΑ και μεγάλο μέρος της Ευρώπης, ξόδεψαν το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του ’30 σε τέτοια παγίδα ρευστότητας, και αφού ξόδεψε τα τελευταία 20 χρόνια σε μία τέτοια, η Ιαπωνία προσπαθεί τώρα απεγνωσμένα να ξεφύγει. Εάν η ευρωζώνη δεν θέλει να παγιδευτεί σε έναν τέτοιο φαύλο κύκλο, θα χρειαστεί να τονώσει άμεσα την οικονομία της.

- Advertisement -

Ο καταμετρημένος πληθωρισμός της ευρωζώνης έγινε αρνητικός στο β΄ μισό του 2009, προτού ανακάμψει και διαμορφωθεί κατά μέσο όρο στο 3% στο β΄ μισό του 2011 και ως εκ τούτου υψηλότερα από το στόχο της ΕΚΤ για «κοντά στο 2%». Η φαινομενική ισχύς του πληθωρισμού χρησιμοποιήθηκε για να αντικρούσει αυτούς που ισχυρίστηκαν ότι η ευρωζώνη χρειαζόταν χαμηλότερα επιτόκια και περισσότερη δημοσιονομική στήριξη για να αντιμετωπίσει την επιβράδυνση. Τέτοιες πολιτικές, όπως υποστηρίχτηκε, θα οδηγούσαν σε απαράδεκτα υψηλό πληθωρισμό. Για παράδειγμα, η ΕΚΤ επιμόνως χρησιμοποιούσε τον πληθωρισμό που ήταν υψηλότερα του στόχου, για να δικαιολογήσει την άρνησή της να μειώσει περαιτέρω τα επιτόκια ή να εισάγει ανορθόδοξες μορφές νομισματικής στήριξης όπως η ποσοτική χαλάρωση (QE). Αυτό αναφέρεται στην πρακτική της κεντρικής τράπεζας να αγοράζει χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία από τις εμπορικές τράπεζες και άλλους ιδιωτικούς οργανισμούς. Αλλά εν πολλοίς ο πληθωρισμός εκείνης της περιόδου αντανακλούσε τις υψηλότερες τιμές ενέργειας (και τροφίμων) και κυρίως τις αυξήσεις στις διοικητικά καθοριζόμενες τιμές και τον ΦΠΑ (καθώς οι κυβερνήσεις έχουν προσπαθήσει να χαλιναγωγήσουν τα δημοσιονομικά ελλείμματα). Στην πραγματικότητα, ο μετρήσιμος πληθωρισμός λέει πολύ λίγα για τις υποκείμενες πληθωριστικές πιέσεις. Για παράδειγμα, σε κανένα σημείο ο πληθωρισμός (εξαιρουμένης της ενέργειας και των τροφίμων) υπερέβη το 2%. Και αφαιρώντας την επίδραση των αυξήσεων στους φόρους και των αυξήσεων στις διοικητικά καθοριζόμενες τιμές, ο πληθωρισμός υπήρξε κάτω του 2% σε όλο το διάστημα.

Το επιχείρημα για τη στόχευση του headline (σε αντίθεση με τον δομικό) πληθωρισμού είναι ότι οheadline είναι αυτός που θέτει τις προσδοκίες για τον πληθωρισμό και τις αυτός με τον οποίο γίνονται οι διευθετήσεις των μισθών, και επομένως ο μελλοντικός ρυθμός του πληθωρισμού. Αλλά αυτό δεν συνέβη: ο μετρήσιμος πληθωρισμός στην ευρωζώνη υποχώρησε στο 1,2% τον Απρίλιο του 2013. Εκτός της ενέργειας και των τροφίμων, καθώς και τις αυξήσεις στους φόρους, θα ήταν μόλις 0,4% και επομένως, επικίνδυνα κοντά στο μηδέν. Σε μερικές χώρες αυτή η υποκείμενη μέτρηση του πληθωρισμού είναι ήδη σε αρνητικό έδαφος. Για παράδειγμα στην Ισπανία οι τιμές υποχωρούν κατά 0,5%-1. Ο headline δείκτης πληθωρισμού θα υποχωρήσει ξανά κατακόρυφα, μόλις η επίδραση των αυξήσεων των φόρων και των αυξήσεων στις διοικητικά καθοριζόμενες τιμές υποχωρήσουν. Οι λόγοι για την ακραία εξασθένιση του πληθωρισμοί είναι εμφανείς. Με την οικονομική δραστηριότητα να είναι τόσο πολύ πιεσμένη, οι εργάτες πρέπει να δεχθούν οποιεσδήποτε αυξήσεις τιμών προσφέρουν οι εργοδότες, ενώ οι εταιρείες πρέπει να κόψουν τις τιμές καθώς τα διαθέσιμα εισοδήματα υποχωρούν.

Πολλοί φορείς χάραξης πολιτικής φαίνεται να χαιρετίζουν το γεγονός ότι ο πληθωρισμός είναι τώρα τόσο χαμηλός στις χώρες της ευρωζώνης με προβλήματα. Εξάλλου, μόνο μέσω της διασφάλισης ότι το κόστος τους θα αυξηθεί λιγότερο αργά από ό,τι της Γερμανίας, μπορούν να ελπίζουν για την αποκατάσταση της εμπορικής ανταγωνιστικότητας. Αλλά χρειάζονται επίσης κάποιον πληθωρισμό προκειμένου να μειώσουν σταδιακά την πραγματική αξία των χρεών τους και να διασφαλίσουν ότι τα χρέη τους είναι βιώσιμα. Εάν -ο γερμανικός πληθωρισμός διαμορφωνόταν στο 3%-4%, οι οικονομίες της ευρωζώνης που αντιμετωπίζουν προβλήματα θα μπορούσαν να ήταν σε θέση να συμβιβάσουν αυτές τις αντικρουόμενες προβλέψεις. Αλλά ο γερμανικός πληθωρισμός διαμορφώνεται μόλις στο 1,1% τον Απρίλιο, καθιστώντας την προσαρμογή πολύ δύσκολη.

Η Κομισιόν θέλει τον έπαινο για τη συρρίκνωση των ελλειμμάτων τρεχουσών συναλλαγών στις χώρες της περιφέρειας, ως απόδειξη της προόδου που κάνουν αυτές οι χώρες ενισχύοντας την ανταγωνιστικότητά τους. Αλλά αυτό είναι κυρίως εξαιτίας της κατάρρευσης της ζήτησης για εισαγωγές, όχι λόγω του περιορισμού των μισθών ή εξαιτίας των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Για παράδειγμα, οι ισπανικές εισαγωγές ήταν 20% χαμηλότερα το 2012 σε σχέση με το 2007, ενώ της Ιταλίας υποχώρησαν 12% στην ίδια περίοδο. Αυτό με τη σειρά του αποτυπώνει την εξασθένιση της εγχώριας ζήτησης –χαμηλότερα κατά 13% και 9% αντιστοίχως στη διάρκεια της περιόδου. Για να ανακάμψει η εγχώρια ζήτηση στην Ισπανία και την Ιταλία, τα ελλείμματά τους στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα διευρυνόταν γρήγορα ξανά. Όπως αποδεικνύουν τα ίδια τα στοιχεία της Κομισιόν, οι πραγματικές συναλλαγματικές ισοτιμίες δεν συμβαδίζουν με την υπόλοιπη ευρωζώνη. Το «γερμανικό ευρώ» είναι ισχυρά υπερτιμημένο, ενώ στην Ιταλία και Ισπανία συμβαίνει το αντίθετο.

Κανονικά, όταν έρχονται αντιμέτωπες με τέτοια διάχυτη οικονομική εξασθένιση και αυξανόμενες αποπληθωριστικές πιέσεις, οι κεντρικές τράπεζες θα κάνουν τα πάντα για να αυξήσουν τις προσδοκίες για τον πληθωρισμό. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορούν να ελπίζουν ότι θα οδηγηθούν σε αρνητικά πραγματικά επιτόκια που χρειάζονται για να πείσουν τις εταιρείες και τις επιχειρήσεις να επενδύσουν: όταν τα πραγματικά επιτόκια είναι αρνητικά, είναι ακριβό να κάθεσαι επάνω τους. Εάν τα επιτόκια βρισκόταν κοντά στο μηδέν, αυτό θα σήμαινε αντισυμβατικά μέτρα με στόχο τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, όπως το QE, και δέσμευση για την εφαρμογή μια πολύ χαλαρής νομισματικής στάσης για μια παρατεταμένη χρονική περίοδο.

Η  ΕΚΤ μείωσε τα επιτόκια κατά 0,25% στο 0,5% στη συνεδρίαση του Μαΐου, αλλά υπάρχουν λίγες ενδείξεις ότι σχεδιάζει μια επιθετική νομισματική χαλάρωση. Η ΕΚΤ θα μπορούσε επίσης να εισάγει ένα QE, εφόσον συγκέντρωνε τις αγορές παγίων σε assets της ευρωζώνης ως σύνολο αντί σε συγκεκριμένα κράτη-μέλη. Κυρίως, θα μπορούσε να επιχειρήσει να αυξήσεις τις προσδοκίες για τον πληθωρισμό με το να δεσμευτεί να διατηρήσει τα επιτόκια στο τρέχον επίπεδο μέχρι το 2015 (όπως έχει κάνει η αμερικανική Federal Reserve). Για την ώρα, η επίδραση των χαμηλών επιτοκίων στην ευρωζώνη, πάνω στις προσδοκίες για τον πληθωρισμό, περιορίζεται από ο φόβο ότι η ΕΚΤ θα ακολουθήσει σφιχτή οικονομική πολιτική μόλις ο πληθωρισμός αρχίσει να σημειώνει άνοδο. Εάν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις είναι πεπεισμένα ότι αυτή η πολιτική θα παραμείνει χαλαρή ακόμη και όταν ο πληθωρισμός έχει αρχίσει να αυξάνεται, θα μπορούσε να τους καταστήσει πιο έτοιμους να ξοδέψουν παρά να κρατάνε τα κεφάλαιά τους.

- Advertisement -

Υπάρχουν ουσιαστικά δύο λόγοι για τους οποίους αυτό δεν συμβαίνει. Πρώτον, οι φορείς χάραξης πολιτικής της ευρωζώνης συνεχίζουν να αρνούνται ότι η Ευρώπη είναι σε παγίδα ρευστότητας. Θεωρούν ότι οι οικονομίες της ευρωζώνης είναι τόσο αδύναμες καθώς έχει μειωθεί σημαντικά η δυναμική ανάπτυξης, και όχι διότι η ζήτηση υπολείπεται της προσφοράς. Η λύση επομένως βρίσκεται στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Η νομισματική τόνωση και μια ώθηση για την διεύρυνση των προσδοκιών πληθωρισμού, θα μπορούσε να επιτύχει ελάχιστα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ρυθμός αύξησης της δυνητικής ανάπτυξης σε όλη την ευρωζώνη έχε μειωθεί ως αποτέλεσμα των διαρθρωτικών προβλημάτων. Αλλά δεν υπάρχει επίσης αμφιβολία ότι το κενό παραγωγής (η διαφορά μεταξύ της πραγματικής και της δυνητικής παραγωγής) παραμένει τεράστιο, όπως αναγνωρίζεται από το ΔΝΤ, και γίνεται όλο και μεγαλύτερο καθώς τα νοικοκυριά δεν ξοδεύουν και οι επιχειρήσεις δεν επενδύουν.

Δεύτερον, αν και η ευρωζώνη στο σύνολό της χρειάζεται περισσότερο πληθωρισμό, κάποιες χώρες τον έχουν πολύ περισσότερο ανάγκη από ό,τι άλλες. Η Bundesbank έχει αναγνωρίσει ότι υψηλότερος γερμανικός πληθωρισμός θα ήταν αναγκαίος για τη διευκόλυνση της προσαρμογής, αλλά η ανησυχία ότι θα μπορούσε να πλήξει την πραγματική αξία των αποταμιεύσεων σημαίνει ότι η Γερμανία συνεχίζει να στέκεται στο δρόμο της νομισματικής τόνωσης. Αν και ο Jens Widmannψήφισε υπέρ της μείωσης των επιτοκίων στην συνεδρίαση της ΕΚΤ στις αρχές του μήνα, έχει προειδοποιήσει ότι η ευρωζώνη πρέπει να αποφύγει τα αρνητικά επιτόκια.

Ωστόσο, η επιλογή για τη Γερμανία δεν είναι μεταξύ του status quo ή του υψηλότερου πληθωρισμού αλλά μεταξύ των μεγάλων αθετήσεων χρέους σε όλη την ευρωζώνη (και μια πιθανή διάλυση της ευρωζώνης) από τη μια πλευρά ή υψηλότερο πληθωρισμό από την άλλη. Το λιγότερο επώδυνο από αυτά θα ήταν ο υψηλότερος πληθωρισμός, ακόμη και εάν δεν είναι δημοφιλής στους Γερμανούς αποταμιευτές. Το default ήταν διαχειρίσιμο στην Ελλάδα, αλλά κάτι αντίστοιχο στην Ιταλία και στην Ισπανία θα δημιουργούσε μια ασύγκριτα πιο σκληρή δοκιμασία για την ευρωζώνη. Η κατάρρευση του ευρώ, ακόμη και αγνοώντας την πολιτική κρίση, θα ήταν πολύ επώδυνη για τη Γερμανία: η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία θα αυξανόταν πολύ ισχυρά.

Μπροστά σε μια τέτοια δυσάρεστη εναλλακτική, η νέα γερμανική κυβέρνηση (όποια και αν είναι η σύνθεσή της) πιθανώς δεν θα σταθεί εμπόδιο στην περαιτέρω χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, ίσως μέσω της δρομολόγησης QE. Αλλά οι Γερμανοί είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα αντιταχθούν σε οποιαδήποτε δέσμευση της ΕΚΤ να διατηρήσει μια χαλαρή στάση μέχρι η ανάκαμψη να έρθει και να αυξηθεί ο πληθωρισμός, καθώς θα σήμαινε υψηλό πληθωρισμό στη Γερμανία. Εάν γινόταν αυτό, η κεντρική τράπεζα θα δυσκολευόταν να αυξήσει τις προσδοκίες για τον πληθωρισμό. Και η ευρωζώνη θα δυσκολευόταν να ξεφύγει από την παγίδα ρευστότητας.

Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ

 

Πηγή:www.capital.gr

- Advertisement -

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ