Όλες οι κατηγορίες:

Φανή Πεταλίδου
Ιδρύτρια της Πρωινής
΄Έτος Ίδρυσης 1977
ΑρχικήΙστορία - ΜνήμεςΆλωση της Κωνσταντινούπολης: Η αποφράδα μέρα του Ελληνισμού

Άλωση της Κωνσταντινούπολης: Η αποφράδα μέρα του Ελληνισμού

- Advertisement -

Το τελικό λυκόφως της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας


29 Μαΐου 1453: μία ημερομηνία κομβικής σημασίας για την ελληνική, αλλά και την παγκόσμια ιστορία, καθώς σηματοδοτεί το τέλος της υπερχιλιετούς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας- της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που αποτελεί συνώνυμο της ιστορικής πορείας του μεσαιωνικού Ελληνισμού.

Η άλωση της Κωνσταντινούπολης είναι ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της παγκόσμιας ιστορίας, καθώς σήμανε το τέλος της αντίστασης που ανέπτυξαν οι Χριστιανικοί λαοί της ανατολής απέναντι στον επεκτατισμό του Ισλάμ και επέφερε σημαντικές πολιτικές, πολιτιστικές, οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές κυρίως στον Ελλαδικό χώρο. Το ακλόνητο προπύργιο κατά της Αραβικής και αργότερα της Οθωμανικής επέκτασης είχε χαθεί οριστικά. Για τους Έλληνες η άλωση »Της πάλαι ποτέ βασιλίδος των πόλεων»  είναι ακόμη και σήμερα ένα γεγονός που προκαλεί θλίψη και πόνο. Παρά ταύτα όμως, η καταστροφή της ήταν αναμενόμενη και αναπόφευκτη. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο παρακμής, καθώς είχε απολέσει σχεδόν όλα τα εδάφη της εκτός από την πρωτεύουσα και τα περίχωρά της και τις κτήσεις στο Μοριά. Η πορεία προς την πτώση είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα.

- Advertisement -

H Άλωση της Κωνσταντινούπολης: Το χρονικό του τέλους μιας Αυτοκρατορίας Του 

«Το δε την πόλιν σοι δούναι ουτ’ εμόν εστίν ουτ’ άλλου των κατοικούντων εν αυτή, κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών» (Απάντηση του Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου στον Μωάμεθ Β’)

29 Μαΐου 1453: μία ημερομηνία κομβικής σημασίας για την ελληνική, αλλά και την παγκόσμια ιστορία, καθώς σηματοδοτεί το τέλος της υπερχιλιετούς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας- της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που αποτελεί συνώνυμο της ιστορικής πορείας του μεσαιωνικού Ελληνισμού. Η Άλωση έχει αφήσει το δικό της ανεξίτηλο αποτύπωμα στην ελληνική παράδοση, η οποία για αιώνες μετά θρηνούσε και θρηνεί το τέλος της «Ρωμανίας» και την πτώση της Πόλης των Πόλεων, που αποτέλεσε φάρο φωτός- αλλά και απόρθητο φρούριο, προπύργιο απέναντι στους εξ Ανατολών κινδύνους- εκεί που η Ανατολή συναντούσε τη Δύση, τα χρόνια που στην Ευρώπη κυριαρχούσε ο σκοταδισμός και η οπισθοδρόμηση που ακολούθησαν την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Η πολιορκία που διήρκεσε από τις 6 Απριλίου ως τις 29 Μαΐου, ημέρα Τρίτη (εξ ου, σύμφωνα με μια εκδοχή, και η «γρουσούζικη» για τον Ελληνισμό παράδοση της «Τρίτης και 13», από την ημέρα και το άθροισμα των αριθμών που συνθέτουν το 1453- 1+4+5+3) αποτέλεσε το φινάλε μιας πορείας παρακμής η οποία είχε αρχίσει πολλά χρόνια πριν. Αρκετοί θεωρούν ότι η αρχή της μεγάλης πτώσης ήταν η άλωση της Πόλης από τους Λατίνους του 1204, από την οποία η Αυτοκρατορία- παρά την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1261- δεν ανέκαμψε ποτέ, ενώ άλλοι εκτιμούν ότι η πορεία προς την καταστροφή είχε αρχίσει πολλά χρόνια πριν. Σε κάθε περίπτωση, το τελικό χτύπημα για την αποδυναμωμένη αυτοκρατορία ήταν η προέλαση των Οθωμανών, η οποία ήταν αδύνατον να ανακοπεί.

Ο Σέρβος πολιτικός, ιστορικός, συγγραφέας και διπλωμάτης Τσέντομιλ Μιγιάτιοβιτς (1842-1932), συνοψίζει τους λόγους της οθωμανικής ορμής στο βιβλίο του «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος: Η τελευταία νύχτα της Πόλης»: «Οι Τούρκοι δεν είχαν έλλειψη αρετών και χαρισμάτων όταν άφησαν τις στέπες κι έφτασαν στην Αρμενία για να φρουρούν τα ανατολικά σύνορα των Σελτζούκων σουλτάνων, όμως, μετά τον προσηλυτισμό τους στο Ισλάμ, ο εθνικός χαρακτήρας τους υπέστη μια επαναστατική αλλαγή. Οι σπίθες της φωτιάς που έκαιγε την ψυχή του Προφήτη ενέπνευσαν τους δεκτικούς γιους των ασιατικών ερήμων, και κατάφεραν να αναπτύξουν την ιδέα της εθνικής ιδιαιτερότητας, κάτι που θα τους καθιστούσε ικανούς να επιτύχουν σπουδαία πράγματα. Σαν ακατανίκητη χιονοστιβάδα κινήθηκαν προς τα δυτικά, ισοπεδώνοντας κάθε πολιτικό και εθνικό οργανισμό, που είχε εξασθενήσει και υπονομευτεί από χρόνια και χρόνια καταχρήσεων και κακοδιαχείρισης». Ωστόσο, προσθέτει, δεν ήταν μόνο η τουρκική ενεργητικότητα και η αντοχή, καθώς και η οργάνωση και το ηθικό με το οποίο ενέπνευσε τους Τούρκους το Ισλάμ: «αν οι μαχητικοί και ενθουσιώδεις οπαδοί του Μωάμεθ είχαν βρει μπροστά τους ένα πραγματικά ισχυρό, υγιές και οργανωμένο κράτος στην άλλη πλευρά του Ελλήσποντου, είναι αμφίβολο εάν οι σελίδες της ιστορίας θα μιλούσαν για εξάπλωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας».

 

Ο 14ος αιώνας θεωρείται μάλλον το τελικό λυκόφως της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας- τόσο λόγω της πίεσης εξ ανατολών, όσο και λόγω την πληγμάτων από τα χριστιανικά έθνη της Δύσης. «Το Βυζάντιο του 14ου αιώνα θα γνωρίσει την πορεία προς μια αδιάκοπη παρακμή και κατάπτωση. Οι Οθωμανοί, εγκατεστημένοι στα γειτονικά με την Κωνσταντινούπολη βιθυνικά εδάφη, κατάφεραν στα μέσα κιόλας του 11ου αιώνα, αν όχι και προηγουμένως, να περάσουν στην Ευρώπη (1354 ο σεισμός της Καλλίπολης που τους επιτρέπει να εγκατασταθούν στην πόλη αυτή, το κλειδί του Ελλησπόντου), ενώ οι άλλοι Τουρκομάνοι κατακτούν, τη μία μετά την άλλη, τις πόλεις της Μικρασίας (η Έφεσσος πέφτει το 1304, η Σμύρνη το 1318», γράφει η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ στο «Γιατί το Βυζάντιο». Η Φιλαδέλφεια θα παραμείνει ελεύθερη ως το 1391, με την πτώση της να σηματοδοτεί το οριστικό τέλος της βυζαντινής Μικράς Ασίας, αλλά και «δηλώνει την ηθική παρακμή που γνωρίζει η αυτοκρατορία, της οποίας ο αυτοκράτορας (Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος) φέρεται να έχει εκστρατεύσει κατά της ελληνικής αυτής πόλης ως σύμμαχος των Οθωμανών» (η Φιλαδέλφεια είχε οργανωθεί σχεδόν ως ανεξάρτητο κρατίδιο εν μέσω τουρκομανικών εμιράτων, υπό την ηγεσία του μητροπολίτη της, Θεοφύλακτου).

- Advertisement -

Οι διαμάχες μεταξύ των δυναστειών επιδεινώνουν την κατάσταση, ενώ οι ναυτικές δημοκρατίες της Ιταλίας (Βενετία, Γένοβα) και αυτές υπονομεύουν οικονομικά την ετοιμοθάνατη αυτοκρατορία, ενώ οι Λατίνοι εξακολουθούν να σχεδιάζουν την επιστροφή τους στην Κωνσταντινούπολη, την οποία έχασαν από την αυτοκρατορία της Νίκαιας. Οι τελευταίοι αυτοκράτορες προσπαθούν να προσελκύσουν τους εχθρούς της αυτοκρατορίας, με οθωμανικά γαμήλια συνοικέσια και ταξίδια προς τη Δύση, «επαίτες μιας βοήθειας η οποία ουδέποτε απάντησε στις προσδοκίες των Βυζαντινών». Το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας «κανονικά» θα είχε επέλθει νωρίτερα, όταν το 1397 ο Βαγιαζήτ Α’ ο Κεραυνός πολιόρκησε την Κωνσταντινούπολη, ωστόσο η Πόλη σώθηκε προσωρινά, κερδίζοντας μισό αιώνα, όταν οι Μογγόλοι του Ταμερλάνου εισέβαλαν στη Μικρά Ασία, αναγκάζοντάς τον να σπεύσει να τους αντιμετωπίσει- με αποτέλεσμα τη συντριβή του στη μάχη της Άγκυρας (1402) και την αιχμαλωσία του.

 

«Ο αμηράς Μωάμεθ, έχοντας δει και ακούσει τις περιφανείς νίκες και τους πολέμους του πατέρα του και των άλλων τρισκατάρατων προγόνων του, συλλογιζόταν τι αξιομνημόνευτο να κάνει και ο ίδιος» (Κωνσταντινουπόλεως Άλωσις, Γεώργιος Φραντζής)

Στην άλλη πλευρά ήταν ο άνθρωπος που έμελλε να μείνει στην ιστορία και τον θρύλο ως ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου – η φιγούρα του «Μαρμαρωμένου Βασιλιά»: ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ Δραγάσης Παλαιολόγος. Γεννηθείς στις 9 Φεβρουαρίου του 1404, ήταν ένας από τους γιους του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου. Όπως γράφει ο Φίλιππος Φιλίππου στο «Ζωή και θάνατος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου», επονομάστηκε Δραγάτσης ή Δραγάσης από τη μητέρα του, Ελένη, την κόρη του Σέρβου ηγεμόνα των Σερρών, Κονσταντίν Ντράγκατς. «Κανένας χρονικογράφος δεν τον επονομάζει Δραγάση, μόνο ο λαός τον αποκαλούσε έτσι, κάτι που πέρασε στους θρύλους και στα άσματα». Ανήλθε στον θρόνο μετά τον θάνατο του αδελφού του, Ιωάννη Η’ Παλαιολόγου, τον Οκτώβριο του 1448. Ο ίδιος επιθυμούσε τη συνεργασία με τα υπόλοιπα βαλκανικά κράτη για τον περιορισμό της ενετικής επιρροής, με όραμα την ένωση όλων των χριστιανών της Ανατολής και της Δύσης κατά του τουρκικού κινδύνου.

Διάταξη μάχης

Conquest of Constantinople, Zonaro

Η ημερομηνία της κήρυξης του πολέμου δεν είναι γνωστή. Όπως γράφει ο Φίλιππος Φιλίππου, αναφερόμενος σε εκφράσεις του Λουκά Νοταρά, Μεγάλου Δούκα της αυτοκρατορίας, φαίνεται ότι άρχισε τον Δεκέμβριο του 1452. Όσον αφορά στην ισχύ του οθωμανικού στρατού, εκτιμάται ότι ανερχόταν τουλάχιστον στους 150.000 άνδρες, με 80.000-100.000 τακτικά στρατεύματα- μεταξύ των οποίων και 12.000 γενίτσαροι, καθώς και ισχυρό ιππικό και πυροβολικό, στο οποίο δέσποζε το θηριώδες πυροβόλο του Ούγγρου μηχανικού Ουρβανού, που χρειάστηκε έξι εβδομάδες για να φτάσει στον προορισμό του. Το κανόνι έσερναν εξήντα βόδια και σε κάθε πλευρά του βρίσκονταν 200 άνδρες για να στηρίζουν το κάρο που το μετέφερε. Το οθωμανικό πυροβολικό εκτιμάται πως είχε περίπου 70 κανόνια. Η οργάνωση του οθωμανικού στρατού ήταν σε γενικές γραμμές άριστη, όπως και εξοπλισμός τους. Όσον αφορά στον στόλο, ο Μωάμεθ θεωρείται ότι είχε 6 τριήρεις, 10 διήρεις, περίπου 15 γαλέρες, 70 φούστες, 20 παραντάρια και πολλά καΐκια, με τη συνολική ισχύ να εκτιμάται πως έφτανε τις 150 μονάδες, υπό την ηγεσία ενός Βούλγαρου εξωμότη, του Σουλεϊμάν Μπαλτόγλου. Σημειώνεται πως ο Γεώργιος Φραντζής ή Σφραντζής ανεβάζει τους αριθμούς, στα «420 ιστία» όσον αφορά στον στόλο, και στις 258.000 άνδρες στα στρατεύματα ξηράς.

Όσον αφορά στην ισχύ των δυνάμεων των υπερασπιστών της Πόλης, σύμφωνα με τον Σφραντζή- που είχε αναλάβει το καθήκον της καταγραφής και στρατολόγησης των ανδρών που ήταν σε θέση να πολεμήσουν, κατόπιν εντολής του αυτοκράτορα- οι πολεμιστές ανέρχονταν στους 4.973, χωρίς τους ξένους, «που ήταν μόλις δύο χιλιάδες». Το κύριο μέσον της προστασίας του λιμανιού ήταν η τεράστια αλυσίδα που απέκλειε το στόμιό του, ώστε να εμποδίζει την επίθεση του εχθρικού στόλου. Πίσω από αυτήν βρίσκονταν τα λιγοστά πλοία: «τρία από τη Λιγουρία, ένα από την Καστίλλη της Ιβηρίας, από την Προβηγκία της Γαλλίας, τρία από την Κρήτη – ένα από την πόλη που ονομάζεται Χάνδακας, και δύο από την Κυδωνία- και όλα ήταν καλά προετοιμασμένα, σε πολεμική παράταξη. Έτυχαν, επίσης, εκεί και τρεις μεγάλες εμπορικές τριήρεις των Ενετών, τις οποίες οι Ιταλοί συνήθιζαν να αποκαλούν «γρόσσες» ή καλύτερα «γαλεάτσες», ενώ υπήρχαν παραταγμένες και άλλες ταχύπλοες τριήρεις, προς φύλαξη και εξυπηρέτηση των εμπορικών» γράφει ο Σφραντζής.

Σημαντικό τμήμα της βυζαντινής άμυνας ήταν το σώμα του Γενοβέζου Ιωάννη Ιουστινιάνη Λόνγκο: 700 εμπειροπόλεμοι στρατιώτες, που κατέφθασαν με δύο γενοβέζικα πλοία. «Όταν ο βασιλιάς τον είδε επιδέξιο στα πάντα, τον διόρισε δήμαρχο και στρατηγό…και του έδωσε την εξουσία να διοικεί και να φροντίζει και για άλλα αναγκαία στη διεξαγωγή του πολέμου, ελπίζοντας πολύ σε αυτόν» αναφέρει ο Σφραντζής.

Όσον αφορά στα θρυλικά τείχη της Πόλης, τα χερσαία – Θεοδοσιανά- τείχη είχαν μήκος 5.570 μέτρων περίπου, και εκτείνονταν από την αποβάθρα των Πηγών στην Ακτής Προποντίδας ως τη συνοικία των Βλαχερνών. Σε όλο το μήκος τους ήταν διπλά, και η κύρια γραμμή άμυνας ήταν το έσω τείχος, ύψους 12 μέτρων και πλάτους πέντε, με 96 πύργους, ύψους 18-20 μέτρων. Το έξω τείχος είχε 8,5 μέτρα ύψος και 2 πλάτος, με 96 πύργους. Τα χερσαία τείχη είχαν 10 πύλες, ενώ η τάφρος, κατά μήκος του έξω τείχους είχε πλάτος 19-21 μέτρα και το βάθος της ήταν περίπου 10 μέτρα. Η ακτογραμμή της πόλης προστατευόταν από τα θαλάσσια τείχη.

Ο Μιγιάτοβιτς γράφει ότι το εξωτερικό τείχος είχε επισκευαστεί από τον Ιωάννη Παλαιολόγο κάποια στιγμή μεταξύ του 1433 και του 1444, ωστόσο το εσωτερικό δεν είχε επισκευαστεί για αιώνες. Η κατάσταση των τειχών γενικότερα θεωρούνταν κακή, στο σημείο που, όπως γράφει, οι υπερασπιστές φοβούνταν να τοποθετήσουν πάνω του βαριά κανόνια.

Όσον αφορά στο βυζαντινό πυροβολικό, ήταν πολύ περιορισμένο σε σχέση με το οθωμανικό. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως τις πρώτες ημέρες της πολιορκίας, και στη συνέχεια σίγησε, λόγω έλλειψης πυρίτιδας, αλλά και διαφωνιών όσον αφορά στη χρήση του.

Συνολικά, γράφει ο Μιγιάτοβιτς, ο Παλαιολόγος, με μια βιαστικά συγκεντρωμένη δύναμη, επτά, το πολύ 9.000 ανδρών, έπρεπε να υπερασπιστεί την Πόλη εναντίον ενός πολλαπλάσιου στρατού, με βαρύ πυροβολικό. «Ο Τετάλντι αναφέρει ότι υπήρχαν 25.000 με 30.000 άνδρες ικανοί να φέρουν όπλα, όμως μόλις 6.000 με 7.000 μαχητές. Η αναφορά του αυτή επιβεβαιώνει με εντυπωσιακό τρόπο τα λεγόμενα του Σφραντζή».

Ο Μωάμεθ Β’, που θα έπαιρνε αργότερα το προσωνύμιο «Πορθητής», 21 ετών το 1453, ήταν, σύμφωνα με τον βυζαντινολόγο Βασίλιεφ, χαρακτήρας ταυτόχρονα φιλοπόλεμος, αλλά και με ενδιαφέρον για την επιστήμη και τη μόρφωση, και παράλληλα χαρισματικός στρατιωτικός και πολιτικός, ενώ μιλούσε έξι γλώσσες. Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, σύμφωνα με αναφορές, του είχε γίνει έμμονη ιδέα- και ως εκ τούτου η διοργάνωση της πολιορκίας είχε αρχίσει με προσοχή και λεπτομερή σχεδιασμό- βασικό τμήμα του οποίου ήταν η κατασκευή του φρουρίου Ρούμελι Χισάρ στις ευρωπαϊκές ακτές του Βοσπόρου, εξοπλισμένου με τα πλέον σύγχρονα πυροβόλα της εποχής. Το Ρούμελι Χισάρ και το Ανατολού Χισάρ, στην απέναντι ασιατική ακτή, απέκοπταν τη θαλάσσια επικοινωνία της Πόλης, ενώ παράλληλα η εισβολή του Τουραχάν Μπέη στην Πελοπόννησο διασφάλιζε τη μη αποστολή ενισχύσεων από το Δεσποτάτο του Μυστρά.

Σύμφωνα με τον Μιγιάτοβιτς, ο Παλαιολόγος είχε εγκαταστήσει το στρατηγείο του στον ναό του Αγίου Ρωμανού, κοντά στην ομώνυμη πύλη, έχοντας υπό τις διαταγές του 3.000 εκ των πλέον εμπειροπόλεμων στρατιωτών. Στα δεξιά της πύλης του Αγίου Ρωμανού ήταν η πύλη Χαρσία, την οποία φύλαγε μικρή δύναμη υπό τη διοίκηση του Θεοδώρου της Καρύστου. Το κομμάτι των τειχών από εκεί μέχρι την πύλη του Ξυλοκέρκου υπερασπίζονταν τρία αδέλφια από τη Γένοβα, ο Πάολο, ο Αντόνιο και ο Τρωίλος Μποκιάρντι, ενώ την άμυνα του τμήματος όπου βρισκόταν το Παλάτι των Βλαχερνών είχε αναλάβει ο Ενετός βαΐλος (πρέσβης/ αντιπρόσωπος) Τζιρόλαμο Μινόττο. Το τμήμα βορειότερα, όπου δεν υπήρχε τάφρος, επονομαζόταν Καλιγαρία, και είχε αναλάβει την υπεράσπισή του ο Γερμανός μηχανικός Γιοχάνες Γκραντ, ενώ το ακρωτήριο της ακρόπολης υπερασπιζόταν ο καρδινάλιος Ισίδωρος, λεγάτος του Πάπα. Στα αριστερά της θέσης του Αγίου Ρωμανού ήταν η πύλη της Σηλυβρίας, προστατευόμενη από δυνάμεις υπό τον Θεόφιλο Παλαιολόγο, με την ενίσχυση του Μαουρίτσιο Καττανέο και του Νικολό Μοντσενίγο. Στην επόμενη πύλη διοικούσε ο Φαμπρίτσιο Κορνάρο, ενώ ο Φίλιππος Κονταρίνι, με 200 Ιταλούς τοξότες βρισκόταν στο Επταπύργιον και ο Τζιάκομο Κονταρίνι ήταν στην πύλη του Κοντοσκαλίου. Ο διεκδικητής του οθωμανικού θρόνου, Ορχάν, είχε το λιμάνι του Ελευθερίου και ο Καταλανός Δον Περέ Χούλια βρισκόταν στα τείχη κάτω από τον Ιππόδρομο. Ο Λουκάς Νοταράς διοικούσε όλο το τμήμα από την Ακρόπολη μέχρι την πύλη του Κυνηγού, κατά μήκος του Χρυσού Κέρατος και στην είσοδο του λιμανιού βρισκόταν πύργος τον οποίο επάνδρωνε ο Γκαμπριέλε Τρεβιζάνο με δύναμη πενήντα ανδρών. Εφεδρεία στο κέντρο της πόλης, κοντά στον ναό των Αγίων Αποστόλων, ήταν ένα σώμα 700 ανδρών, στρατολογηθέντων από μοναστήρια, υπό τον Δημήτριο Καντακουζηνό και τον Νικηφόρο Παλαιολόγο. Επίσης, μέσα στο λιμάνι υπήρχε ναυτική δύναμη υπό τον Αλβίζο Ντιέντο.

Σημειώνεται ότι στο προάστιο του Γαλατά, στην άλλη πλευρά του Χρυσού Κέρατος, υπήρχε περιτειχισμένη κοινότητα Γενοβέζων, που τήρησε ουδέτερη στάση.

Οι μάχες αρχίζουν

Η πολιορκία άρχισε στις 6 Απριλίου, μετά την απόρριψη πρότασης του Μωάμεθ Β’ για παράδοση της Πόλης.

«Ο πόλεμος δεν σταματούσε ούτε την ημέρα ούτε τη νύχτα, οι συμπλοκές, οι συρράξεις, οι ακροβολισμοί, καθώς ο αμηράς έλπιζε ότι εφόσον εμείς ήμασταν λίγοι και πολύ αποκαμωμένοι, εύκολα θα καταλάμβανε την Πόλη, οπότε δεν μας άφησε καθόλου να ξεκουραστούμε» γράφει ο Σφραντζής.

Όπως αναφέρει ωστόσο, «ήταν αξιοθαύμαστο το ότι, όντας χωρίς πολεμική εμπειρία, νικούσαμε, ενώ καταφέρναμε πράγματα υπεράνω των δυνάμεών μας, εξαιτίας της μεγαλοψυχίας και της γενναιότητάς μας. Εκείνοι γέμιζαν τις τάφρους καθ’όλη την ημέρα, ενώ εμείς ανεβάζαμε από μέσα τους τα υλικά και τα ξύλα καθ’όλη τη νύχτα, οπότε τα ορύγματα των τάφρων παρέμεναν όπως ήταν και πρωτύτερα. Τους πύργους που χαλούσαν τους επισκευάζαμε αμέσως, χρησιμοποιώντας καλάθια και ξύλινα δοχεία οίνου και άλλα ξύλινα αντικείμενα γεμάτα με χώμα».

Παράλληλα, ήταν σε εξέλιξη εργασίες υπονόμευσης των τμημάτων των τειχών στα σημεία όπου το έδαφος προσφερόταν για κάτι τέτοιο, ενώ πραγματοποιήθηκαν και οι πρώτες – ανεπιτυχείς- επιθετικές ενέργειες του οθωμανικού στόλου. Ο κύριος βομβαρδισμός φαίνεται ότι άρχισε κατά τις 11 με 12 Απριλίου, αρχίζοντας με βολή του «τέρατος» του Ουρβανού. Όσον αφορά στις επιχειρήσεις υπονόμευσης των τειχών, ο Σφραντζής αναφέρει ότι «κάποιος Ιωάννης Γερμανός» (μάλλον αναφερόμενος στον Γιοχάνες Γκραντ), έμπειρος στις πολεμικές τεχνικές και στη χρήση του υγρού πυρός, αντιλήφθηκε τις επιχειρήσεις και έσκαψε άλλη τρύπα, αντίθετης φοράς, την οποία γέμισε με υγρό πυρ, κατακαίοντας τους Οθωμανούς σκαπανείς. Παράλληλα, ο Μωάμεθ προέβαινε και σε άλλες ενέργειες, όπως η κατασκευή ενός μεγάλου πολιορκητικού πύργου (ελέπολις) κ.α., ενώ παράλληλα διεξάγονταν επιχειρήσεις περιμετρικά της πόλης, όπως η κατάληψη δύο φρουρίων εκτός της Κωνσταντινούπολης (Θεράπειο και Στουδίου), καθώς και των Πριγκιπονησίων.

walls istanbul

Ο Σφραντζής δίνει μια ιδιαίτερα ζωντανή εικόνα της μάχης.

«Πρώτα λοιπόν με εκείνο το φοβερό τηλεβόλο χτύπησαν σφοδρά και έριξαν στο έδαφος τον πύργο που βρισκόταν δίπλα στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, κι ευθύς έσυραν το ίδιο τηλεβόλο και το έστησαν επάνω από το όρυγμα, οπότε η μάχη και η συμπλοκή έγινε φοβερή και φρικαλέα. Ξεκίνησε πριν από την ανατολή του ήλιου και κράτησε για ολόκληρη την ημέρα. Πότε λοιπόν αγωνίζονταν δυνατά στη συμπλοκή και στη σύρραξη, πότε έριχναν στην τάφρο τα ξύλα, τα άλλα υλικά και τα χώματα που υπήρχαν μέσα στην ελέπολη…οι δικοί μας τους παρεμπόδιζαν γενναία και πολλές φορές τους κατακρήμνιζαν από τις κλίμακες και κατέκοψαν μερικές ξύλινες κλίμακες και καρτερικά οι εχθροί αποκρούστηκαν πολλές φορές μέσα σ’εκείνη την ημέρα».

Άξιον αναφοράς ήταν το ότι, ενώ το οθωμανικό πυροβολικό σφυροκοπούσε τα τείχη, οι Βυζαντινοί δεν ήταν σε θέση να χρησιμοποιήσουν αποτελεσματικά τα δικά τους κανόνια- ούτως ή άλλως κατά πολύ μικρότερα των οθωμανικών, καθώς διαπιστώθηκε ότι προκαλούνταν ζημιές στα ίδια τα τείχη (Νίκος Νικολούδης, «Η άλωση της Κωνσταντινούπολης»).

Στις 12 Απριλίου κατέφθασε ο οθωμανικός στόλος από την Καλλίπολη, αγκυροβολώντας στο Διπλοκιόνιο. Όπως γράφει ο Μιγιάτοβιτς, ανάμεσα στις 12 και τις 18 του μήνα δεν έγινε κάτι το αξιοσημείωτο, αν και ο βομβαρδισμός συνεχιζόταν ασταμάτητος (σημειώνεται πως σοβαρές ζημιές υπέστη και το κανόνι του Ουρβανού). Ωστόσο, είχε μειωθεί η αποτελεσματικότητά του, λόγω ελλιπούς στόχευσης.

«Και τα δύο μέρη εκτόξευαν βέλη και πυροβολούσαν με μακριά και βαριά αρκεβούζια. Αυτά τα αρκεβούζια ήταν σπάνιο είδος και ούτε οι Τούρκοι ούτε οι Έλληνες είχαν αρκετά. Και πάλι όμως, οπως κατηγορηματικά αναφέρει ο Μπάρμπαρο, οι Έλληνες είχαν περισσότερα από τους Τούρκους. Οι περισσότεροι από τους στρατιώτες που τα χειρίζονταν ήταν τοποθετημένοι στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, όπου είχαν συγκεντρωθεί επίλεκτοι άνδρες υπό τις διαταγές του Ιουστινιάνη, για να πολεμήσουν κάτω από το βλέμμα του αυτοκράτορα».

Σε γενικές γραμμές, το πρώτο διάστημα η άμυνα διεξαγόταν με επιτυχία. Στις 18 Απριλίου έλαβε χώρα μεγάλη επίθεση στο Μεσοτείχιο- ωστόσο, όπως γράφει ο Στίβεν Ράνσιμαν στο «Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης 1453», η αριθμητική υπεροχή των Οθωμανών δεν μέτρησε καθόλου, καθώς το σημείο ήταν στενό, ενώ οι Βυζαντινοί στρατιώτες διέθεταν ανώτερη θωράκιση και πάνω από όλα τις ηγετικές ικανότητες του Ιουστινιάνη. Η επίθεση αποκρούστηκε επιτυχώς, με βαριές απώλειες για τους επιτιθέμενους. Ακόμη, στις 20 Απριλίου έλαβε χώρα ένα από τα πιο αξιοθαύμαστα επεισόδια της πολιορκίας: Η διάσπαση του κλοιού από μικρή δύναμη πλοίων υπό τον Φλαντανελά.

Ο Σφραντζής περιγράφει: «Ενώ γίνονταν αυτά και η Πόλη πολιορκούνταν, τρία πλοία της Λιγουρίας (Γένοβας) φορτώθηκαν στην Χίο, έπεσαν σε βολικό άνεμο και κατέπλευσαν προς εμάς. Καθώς έρχονταν, συνάντησαν καθ’οδόν και ένα άλλο βασιλικό πλοίο, από τη Σικελία, που ερχόταν φορτωμένο με σιτάρι. Κάποια νύχτα έφτασαν κοντά στην Πόλη. Το πρωί, όταν οι τριήρεις του αμηρά, που φύλαγαν την περιοχή, αντιλήφθηκαν τα πλοία, όρμησαν με χαρά εναντίον τους…αφού πλησίασαν και και άρχισε η ναυμαχία…αρχικά έπλευσαν με αλαζονεία εναντίον του βασιλικού πλοίου, το οποίο τα υποδέχτηκε πολύ άσχημα, προσβάλλοντάς τα εξαρχής με τηλεβόλα και βέλη και πέτρες….ο αμηράς, θεωρώντας ότι ένας τόσο καλά εξοπλισμένος και τόσο μεγάλος στόλος δεν κατάφερνε τίποτα αξιόλογο, αλλά μάλλον υστερούσε, έτριζε τα δόντια του, έβριζε τους δικούς του και τους αποκαλούσε δειλούς στην καρδιά».

Το βράδυ, τα βυζαντινά πλοία μπόρεσαν να μπουν στο λιμάνι, γεγονός ιδιαίτερα ενθαρρυντικό για τους πολιορκημένους.

Ο κλοιός στενεύει

Το περιστατικό εξόργισε ιδιαίτερα τον Μωάμεθ Β’ (ο Μπαλτόγλου δέχτηκε 100 ραβδισμούς και έχασε το ένα του μάτι- επρόκειτο για την ποινή που του επιβλήθηκε για την ταπείνωση, αφού ο σουλτάνος ανακάλεσε την αρχική απόφαση θανάτωσής του) η απάντηση του οποίου ήταν άμεση: Μέσω της κατασκευής ξύλινης εξέδρας και της χρήσης τροχών, τα οθωμανικά πλοία προσπέρασαν από την στεριά την αλυσίδα, διεισδύοντας στον Κεράτιο Κόλπο. Ο αριθμός των πλοίων που πέρασαν με αυτόν τον τρόπο κυμαίνεται από 20 μέχρι 80, με τον Μιγιάτοβιτς να καταλήγει στα 30. Σε κάθε περίπτωση, επρόκειτο για ένα ιδιαίτερα αποκαρδιωτικό γεγονός για τους πολιορκημένους, ειδικά μετά την αναπτέρωση του ηθικού από το κατόρθωμα του Φλαντανελά. «Όμως ο αυτοκράτορας δεν απελπίστηκε. Αυτό που τον απασχολούσε περισσότερο ήταν η ανάγκη να σταλούν κι άλλοι άντρες στο βορειοανατολικό τείχος, για να το υπερασπιστούν σε μια ενδεχόμενη επίθεση σε εκείνο το σημείο».

Οι βομβαρδισμοί συνεχίστηκαν τις επόμενες ημέρες, ενώ στο εσωτερικό της πόλης γινόταν όλο και πιο αισθητή η έλλειψη τροφίμων και οι υπερασπιστές κουράζονταν από την έλλειψη τροφίμων. Ακόμη, διαμάχες σημειώνονταν μεταξύ Ενετών και Γενουατών, καθώς οι πρώτοι κατηγορούσαν τους δεύτερους για συνεργασία με τον εχθρό, λόγω της στάσης των Γενουατών στον Γαλατά. Πολλοί ήταν αυτοί που συμβούλευαν τον αυτοκράτορα να διαφύγει, πρόταση που ο Παλαιολόγος απέρριπτε. Ένα σχέδιο για την πυρπόληση των οθωμανικών πλοίων που βρίσκονταν πλέον μέσα στον Κεράτιο απέτυχε, καθώς προδόθηκε στο στρατόπεδο των πολιορκητών, από κάποιον Φαγιούτσο.

Η επόμενη μεγάλη επίθεση έλαβε χώρα, όπως γράφει ο Μιγιάτοβιτς, επικαλούμενος Σλάβο χρονικογράφο της πολιορκίας (Σλαβικό Χρονικό), την 1η Μαΐου, μετά από επικέντρωση πυρών πυροβολικού σε συγκεκριμένο σημείο των τειχών, στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, η οποία εν τέλει αποκρούστηκε μετά από σκληρή μάχη. Οι επόμενες ημέρες χαρακτηρίστηκαν από ανταλλαγές πυρών, χωρίς να λαμβάνει χώρα κάποια γενικευμένη επίθεση. Σημειώνεται ότι, στο μεταξύ, κυκλοφορούσε στο εσωτερικό της Πόλης η φήμη περί ενισχύσεων από τη Δύση, και ειδικότερα από τη Νάπολη και τη Βενετία, που ο αυτοκράτορας φρόντισε να ενισχύσει αποστέλλοντας μικρό πλοίο για να ζητήσει βοήθεια. Τη νύχτα της 4ης προς την 5η Μαΐου έλαβε χώρα μια ακόμα ανεπιτυχής προσπάθεια καταστροφής των οθωμανικών πλοίων στον Κεράτιο και στις 6 Μαΐου έλαβε χώρα σκληρότατο σφυροκόπημα των θέσεων στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, η οποία διήρκεσε και τη νύχτα και την επόμενη ημέρα, και ακολουθήθηκε από έφοδο το βράδυ της 7ης Μαΐου. Στην απόκρουση της επίθεσης πρωτοστάτησε ο Ιουστινιάνης, καθώς και ένας φημισμένος στρατιωτικός, ο Ραγκαβής, επικεφαλής ελληνικού σώματος. Ο Ραγκαβής, αναφέρει ο Σλάβος χρονικογράφος τον οποίο επικαλείται ο Μιγιάτοβιτς, απώθησε τους Οθωμανούς από ρήγμαμ και ήρθε αντιμέτωπος με τον Αμίρ Μπέη, τον οποίο και «έκοψε στα δύο», για να σκοτωθεί όμως από τους υπόλοιπους Οθωμανούς στρατιώτες.

Στις 8, 9, 10 και 11 Μαΐου συνεχίστηκαν οι βομβαρδισμοί, ενώ στην Πόλη η απογοήτευση αυξανόταν. Στις 12 του μήνα, τα οθωμανικά κανόνια άνοιξαν ρήγμα στα τείχη της συνοικίας των Βλαχερνών, που ακολουθήθηκε από επίθεση που αποκρούστηκε με δυσκολία. Ακολούθησε πρόταση για έξοδο υπό την αρχηγία του αυτοκράτορα, με σκοπό την αναπτέρωση του ηθικού αλλά και τη συγκέντρωση προμηθειών. Όσο ήταν υπό συζήτηση η συγκεκριμένη πρόταση, στην οποία αντιτάχθηκαν ο Λουκάς Νοταράς και ο έπαρχος της Πόλης, Νικόλαος Γουδέλης, κατέφθασε αγγελιοφόρος ο οποίος ενημέρωσε το πολεμικό συμβούλιο ότι οι Οθωμανοί βρίσκονταν στα τείχη πίσω από τη συνοικία των Βλαχερνών. Για την απόκρουση της επίθεσης έσπευσε επί σκηνής ο ίδιος ο αυτοκράτορας, ο οποίος και απέκρουσε τους εισβολείς, οι οποίοι είχαν καταφέρει να μπουν στο εσωτερικό της πόλης. «Αν δεν είχε φτάσει ο αυτοκράτορας με βοήθεια, εκείνη τη νύχτα θα βλέπαμε την τελική καταστροφή μας» σημειώνει ο Σλάβος χρονικογράφος.

Ο βομβαρδισμός συνεχίσηκε και τις επόμενες ημέρες. Στις 18 Μαΐου έλαβε χώρα επίθεση με πολιορκητικό πύργο (ελέπολη) στη Χαρσία Πύλη. Το βράδυ της ημέρας εκείνης, ο αυτοκράτορας και ο Ιουστινιάνης κατάφεραν, με μια παράτολμη επιχείρηση, να πυρπολήσουν τον πύργο, προκαλώντας- σύμφωνα με τον Μιγιάτοβιτς- ακόμα και τον θαυμασμό του ίδιου του Μωάμεθ του Β’, ο οποίος στις 21 Μαΐου (ή στις 23) έστειλε πρέσβη στην Πόλη, ζητώντας την παράδοσή της και υποσχόμενος ότι θα επέτρεπε στον αυτοκράτορα να αποχωρήσει με τα υπάρχοντά του, αναγνωρίζοντάς τον ως ηγεμόνα της Πελοποννήσου. Εκεί ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έδωσε την απάντηση η οποία έμελλε να μείνει στην ιστορία:

«Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὔτ’ ἐμὸν ἐστίν οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ• κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως άποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν».

Ακολούθησε πολεμικό συμβούλιο στο οθωμανικό στρατόπεδο και ορίστηκε μεγάλη επίθεση για τη νύχτα της 29ης Μαΐου.

Η τελική επίθεση και η Άλωση της Κωνσταντινούπολης

Οι υπερασπιστές της πολιορκημένης Πόλης είχαν αντιληφθεί πως επίκειται μεγάλη επίθεση, ενώ επίσης και στο οθωμανικό στρατόπεδο κυκλοφορούσαν φήμες περί κήρυξης πολέμου από τους Ούγγρους και επίθεσης ισχυρής ουγγρικής δύναμης υπό τον Ιωάννη Ουνιάδη στην Αδριανούπολη, αλλά και επίθεσης λατινικού στόλου στα Δαρδανέλλια. Στις 27 Μαΐου, σε συμβούλιο, ο Χαλίλ Πασάς, Μέγας Βεζίρης- ο οποίος γενικότερα ήταν της άποψης ότι ο κίνδυνος ήταν μεγαλύτερα από τα οφέλη του όλου εγχειρήματος της πολιορκίας- επιχειρηματολόγησε υπέρ της επίλυσης της πολιορκίας, έχοντας απέναντί του τον πιο σκληροπυρηνικό Ζαγανό. Όπως γράφει ο Μιγιάτοβιτς, η απόφαση του σουλτάνου ήταν να γίνει η επίθεση και να αποσυρθεί εάν δεν πετύχαινε. Στις 28 Μαΐου έγινε η τελευταία χριστιανική ακολουθία στην Αγία Σοφία, με τον αυτοκράτορα να προτρέπει σε έναν πύρινο λόγο τον λαό να αντισταθεί γενναία.

walls istanbul

«Αφήνω μόνον, το ταπεινωμένο σκήπτρο μου στα χέρια σας, για να το φυλάξετε με καλή διάθεση. Σας παρακαλώ και για κάτι άλλο, και προσεύχομαι στην αγάπη σας, ώστε να δείξετε την πρέπουσα τιμή και υποταγή στους στρατηγούς και τους δημάρχους και στους εκατοντάρχους σας, καθένας κατά την τάξη του και το τάγμα του και την υπηρεσία του. Και να γνωρίζετε και τούτο: εάν με την καρδιά σας τηρήσετε όσα σας πρόσταξα, ελπίζω στον Θεό ότι θα λυτρωθούμε από την παρούσα δίκαιη απειλή του. Στην συνέχεια, απομένει για εμάς και ο ουράνιος αδαμάντινος στέφανος, καθώς και η εγκόσμια αιώνια και άξια ανάμνηση» κατέληξε ο λόγος, όπως τον μεταφέρει ο Σφραντζής.

Ο αυτοκράτορας επέστρεψε στη θέση του, στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, και η επίθεση εκδηλώθηκε το βράδυ, μεταξύ 01.00 και 02.00. Η επίθεση εκδηλώθηκε από τρεις πλευρές συγχρόνως. Το πρώτο κύμα επίθεσης, που απαρτιζόταν από ατάκτους κυρίως, αποκρούστηκε μετά από σκληρή μάχη που διήρκεσε μία ώρα. Ακολούθησε το δεύτερο, που απαρτιζόταν από μισθοφόρους, επαγγελματίες στρατιώτες και οι υπερασπιστές της πύλης του Αγίου Ρωμανού, οι οποίοι πολεμούσαν πάνω από δύο ώρες, άρχισαν να κλονίζονται- ωστόσο ο αυτοκράτορας κάλεσε ενισχύσεις, και στο σημείο έσπευσαν ο Θεόφιλος Παλαιολόγος και ο Δημήτριος Καντακουζηνός, με αποτέλεσμα ξανά την απώθηση των Οθωμανών- με τον αυτοκράτορα να εμψυχώνει τους πολεμιστές του, καθώς έβλεπε τους πολιορκητές να χάνουν τη θέλησή τους για μάχη. «Για τ’όνομα του Θεού, δείξτε γενναιότητα! Βλέπω τον εχθρό να υποχωρεί άτακτα!Αν θέλει ο Θεός, η νίκη θα είναι δική μας!», ήταν η παραίνεσή του, όπως γράφει ο Μιγιάτοβιτς. Το τρίτο κύμα απαρτιζόταν από τις πλέον εμπειροπόλεμες μονάδες του οθωμανικού στρατεύματος: Τους γενίτσαρους και τους σπαχήδες.

Ο Σφραντζής περιγράφει τις τελευταίες δραματικές στιγμές, που έκριναν τη μάχη:

«Όταν η δική μας παράταξη άρχισε να κάμπτεται, ξεπήδησαν μπροστά ο Θεόφιλος Παλαιολόγος και ο Δημήτριος Καντακουζηνός, άνδρες άριστοι, και νίκησαν τους Αγαρηνούς, τους έδιωξαν από τα τείχη, κακήν κακώς τους κατακρήμνισαν και τους διασκόρπισαν…εκεί βρέθηκε έφιππος και ο βασιλιάς, δίνοντας θάρρος και εξεγείροντας τους στρατιώτες ώστε να μάχονται με προθυμία…και ενώ αυτά έλεγε ο βασιλιάς, ο Ιωάννης Ιουστινιάνης, που ήταν και στρατηγός, πληγώθηκε στα σκέλια, στο δεξί πόδι, από ένα βέλος τόξου…έφυγε από εκεί όπου βρισκόταν…ο βασιλιάς του είπε πολλά, αλλά εκείνος δεν αποκρινόταν, μόνο πέρασε στον Γαλατά και εκεί πέθανε ντροπιασμένος, μέσα στην πίκρα και στην περιφρόνηση» (σύμφωνα με άλλες αναφορές, ο Ιουστινιάνης πληγώθηκε από αρκεβούζιο, και υποσχέθηκε στον Παλαιολόγο – ο οποίος παρατήρησε ότι το τραύμα του δεν ήταν τόσο σοβαρό, και έκπληκτος τον ρώτησε τι κάνει: «αδελφέ, γιατί το έκανες αυτό; Γύρισε στη θέση σου, δεν είναι τίποτε αυτή η πληγή!»- ότι θα επέστρεφε στη θέση του μόλις φρόντιζε το τραύμα. Κάποιες άλλες πηγές αναφέρουν ότι δεν πέθανε στον Γαλατά, αλλά στη Χίο).

Η σύγχυση που επέφερε στους υπερασπιστές της Πόλης ο τραυματισμός του Ιουστινιάνη έδωσε θάρρος στους Οθωμανούς, οι οποίοι πραγματοποίησαν νέα έφοδο, κερδίζοντας τα τείχη. «Έγινε τόσο μεγάλο το πλήθος των εχθρών που ανέβηκε πάνω, ώστε διασκόρπισε τους δικούς μας…έτσι είχαν τα πράγματα όταν από μέσα και από έξω και από τα μέρη του λιμανιού ακούστηκε κάποια φωνή: “έπεσε το φρούριο και πάνω στους πύργους έστησαν τα εμβλήματα και τις σημαίες τους!” Αυτή η φωνή έτρεψε σε φυγή τους δικούς μας και έδωσε θάρρος στους εχθρούς».

Επρόκειτο για το γνωστό «εάλω η Πόλις» – και κάπου εδώ υπεισέρχεται και η ιστορία της Κερκόπορτας, η οποία φέρεται να είχε χρησιμοποιηθεί για εξόδους/ επιδρομές εναντίον των πολιορκητών και, αν και είχε φρουρούς, είχε ξεχαστεί ανοιχτή. Κατά την επίθεση, φέρεται να βρέθηκε από μια ομάδα Οθωμανών στρατιωτών, οι οποίοι μπήκαν, σκότωσαν τους φρουρούς και κατέλαβαν τον κοντινότερο πύργο, προκαλώντας πανικό, ενώ ταυτόχρονα έμπαιναν και άλλοι εισβολείς μέσα, που προσπάθησε να σταματήσει μάταια ο Λουκάς Νοταράς.

«Όταν τα είδε αυτά ο δυστυχής βασιλιάς και αφέντης μου, με δάκρυα παρακαλούσε τον Θεό και προέτρεπε τους στρατιώτες να δείξουν μεγαλοψυχία. Δεν υπήρχε όμως καμιά ελπίδα συνδρομής ή βοήθειας. Κέντρισε, τότε, τον ίππο του και καλπάζοντας έφτασε στο σημείο από όπου ερχόταν το πλήθος των ασεβών και από την πρώτη συμπλοκή κατακρήμνισε τους ασεβείς από τα τείχη, γεγονός που ήταν παράξενο και θαυμάσιο για όσους έτυχε να βρεθούν εκεί και να το δουν. Βρυχώμενος σαν λιοντάρι και κρατώντας το γυμνό ξίφος στο δεξί χέρι του κατέσφαξε πολλούς από τους εχθρούς, ενώ το αίμα έρρεε σαν ποτάμι από τα πόδια του και τα χέρια του» γράφει ο Σφραντζής, εξιστορώντας τις τελευταίες στιγμές του τελευταίου αυτοκράτορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας- και μνημονεύοντας παράλληλα τα ανδραγαθήματα και άλλων μαχητών, όπως του δον Φραγκίσκο Τολέδο, του Ιωάννη Δαλμάτη και του Παύλου και του Τρωίλου, των Ιταλών αδελφών.

«Έτσι λοιπόν οι εχθροί κυρίευσαν όλη την Πόλη».

Το τέλος μιας αυτοκρατορίας

Ακολούθησαν εκτεταμένες λεηλασίες και σφαγές, με τον ιστορικό Κριτόβουλο, που ανήκε στο οθωμανικό στρατόπεδο, να αναφέρει ότι δεν υπήρξε οίκτος και η Πόλη ερημώθηκε, καθώς ο Μωάμεθ Β’ – ο πλέον Πορθητής- άφησε τα στρατεύματά του για ένα διάστημα να επιδοθούν σε πλιάτσικο ως ανταμοιβή για την κατάκτηση της Πόλης. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, επρόκειτο για την Πόλη η οποία προοριζόταν για πρωτεύουσα μιας νέας αυτοκρατορίας, οπότε μετά την Άλωση, ο ίδιος έλαβε μέτρα για την αναζωογόνησή της. Η Κωνσταντινούπολη- «Ισταμπούλ» πλέον, για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, θα παρέμενε πρωτεύουσα, ενός νέου κράτους, ως το 1922, ενώ η Άλωση θα έμενε χαραγμένη στις μνήμες και τις παραδόσεις του Ελληνισμού, τόσο σε επίπεδο ιστορίας, όσο και πέρα από αυτήν, με τη μορφή του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου να αναδεικνύεται σε μια αθάνατη, περιτριγυρισμένη από τις ομίχλες του θρύλου, φιγούρα- αυτήν του Μαρμαρωμένου Βασιλιά, ο οποίος επέλεξε να μην εγκαταλείψει την αυτοκρατορία του την ύστατη στιγμή της και περιμένει την ώρα και στιγμή που θα φτάσει το πλήρωμα του χρόνου για να την αναστήσει.

Διαβάστε το χρόνικό της Άλωσης του ΒΛΑΣΗ ΑΓΤΖΙΔΗ

* 12 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1452: Σε μια προσπάθεια να κινητοποιηθούν οι Δυτικοί για να βοηθήσουν την απειλούμενη Κωνσταντινούπολη, λαμβάνει χώρο το «ενωτικό συλλείτουργο» με τον καρδινάλιο Ισίδωρο, απεσταλμένο του Πάπα. Οι ανθενωτικοί εξεγείρονται και ο Λουκάς Νοταράς θα πει μια φράση που θα μείνει στην Ιστορία:«Κρειττότερον εστίν ειδέναι εν τη μέση τη πόλει φακίολον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν Λατινικήν», που σε ακριβή μετάφραση των εννοιών σημαίνει «Καλύτερα μουσουλμανικό σαρίκι παρά καθολική τιάρα στην Κωνσταντινούπολη». 
* ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1453: Ο Μωάμεθ ανακοινώνει την απόφασή του για επιχείρηση κατάληψης της Κωνσταντινούπολης σε συγκέντρωση όλων των Οθωμανών αξιωματούχων στην Αδριανούπολη.
* 29 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1453: Στην Κωνσταντινούπολη καταφθάνει με 700 πολεμιστές ο Γενοβέζος πολέμαρχος Ιουστινιάνης (Τζιοβάνι Τζιουστινιάνι Λόγκο). Τον ίδιο μήνα, ο Ούγγρος μηχανικός Ουρβανός κατασκευάζει για τον Μωάμεθ το πρώτο κανόνι. Ενα τεράστιο πυροβόλο όπλο, με διάμετρο ένα μέτρο, που δεχόταν βλήματα 400 κιλών.
* ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1453: Ο Νταγί Καραντζά μπέης, που ηγείται των οθωμανικών δυνάμεων στην Ευρώπη, επιτίθεται στις τελευταίες βυζαντινές κτήσεις στην Ανατολική Θράκη. Η Σηλυβρία και η Πέρινθος, που αντιστέκονται, καταστρέφονται και λεηλατούνται, ενώ η Αγχίαλος και η Μεσημβρία παραδίδονται.
* 24 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1453: Η Βενετία αποφασίζει να βοηθήσει την απειλούμενη Κωνσταντινούποληαποστέλλοντας επιστολές προς τον Πάπα Νικόλαο και τους χριστιανούς βασιλείς της Δύσης για άμεση αποστολή βοήθειας. Ομως δύο ημέρες μετά, οι 700 Βενετοί στρατιώτες που βρίσκονται στην Πόλη δραπετεύουν με επτά πλοία, φοβούμενοι την πολιορκία.
* ΜΑΡΤΙΟΣ 1453: Ο Μωάμεθ αποκλείει τα Στενά, συγκεντρώνοντας στόλο στην Καλλίπολη. Ο στόλος αποτελείται από έξι τριήρεις, δέκα διήρεις, πενήντα γαλέρες με κουπιά κ.λπ. Επικεφαλής του στόλου τίθεται ο εξισλαμισμένος Βούλγαρος Σουλεϊμάν Μπαλτόγλου.Ο Μωάμεθ συγκεντρώνει στρατό περίπου 100.000 ανδρών, που αποτελείται από 20.000 επίλεκτους γενίτσαρους, δηλαδή εξισλαμισμένους χριστιανούς από το παιδομάζωμα, 60.000 τακτικό στρατό και 20.000 άτακτους πολεμιστές. Οι Δυτικοί δεν καταφέρνουν να συμφωνήσουν για τις λεπτομέρειες της αποστολής της βοήθειας. 
* 23 ΜΑΡΤΙΟΥ 1453: Ο Μωάμεθ αναχωρεί από την Αδριανούπολη επικεφαλής του στρατού του. Η Κωνσταντινούπολη περικυκλώνεται από τη θάλασσα από το στόλο που έρχεται από την Καλλίπολη και από την ξηρά από την πλευρά της Θράκης. Απέναντι στα οθωμανικά στρατεύματα, οι Ελληνες θα παρατάξουν στρατό επτά χιλιάδων ανδρών, από τους οποίους οι δύο χιλιάδες είναι Λατίνοι. 
* 30 ΜΑΡΤΙΟΥ 1453: Τρία πλοία αναχωρούν από τη Γένοβα με πολεμοφόδια και τρόφιμα για την Κωνσταντινούπολη, μισθωμένα από τον Πάπα Νικόλαο. Τα χριστιανικά κράτη δεν μπορούν ή δεν θέλουν να συντρέξουν τους Βυζαντινούς στον αγώνα. Οι Ελληνες θα δώσουν σχεδόν μόνοι τους την ύστατη μάχη.
* 2 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1453: Αρχίζει η πολιορκία της Πόλης. Ο σουλτάνος στρατοπεδεύει έξω από την πύλη του Αγίου Ρωμανού. Τα οθωμανικά στρατεύματα από τη Δύση έχουν επικεφαλής τον εξισλαμισμένο Ρωμιό Ζαγανό πασά, τα στρατεύματα της Ανατολής έχουν επικεφαλής τον εξισλαμισμένο Μαχμούτ πασά, που προέρχεται από την οικογένεια των Αγγέλων και ο οθωμανικός στόλος τον εξισλαμισμένο Βούλγαρο ναύαρχο Μπαλτόγλου. Οι Βυζαντινοί αποκλείουν το λιμάνι με μια βαριά σιδερένια αλυσίδα. Μέσα στον Κεράτιο βρίσκονται 10 ελληνικά και 5 βενετικά πλοία. Ο αυτοκράτορας και οι καλύτεροι από τους Ελληνες πολεμιστές αναλαμβάνουν την υπεράσπιση του Μεσοτειχίου και των Πυλών του Αγίου Ρωμανού και της Αγίας Κυριακής, που θα δεχτούν τον κύριο όγκο της οθωμανικής επίθεσης.
* 5 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1453: Ολος ο οθωμανικός στρατός βρίσκεται μπροστά στα τείχη έχοντας περικυκλώσει τα 29 χιλιόμετρα της περιμέτρου της Πόλης. Ο σουλτάνος ζητεί την ειρηνική παράδοση, σύμφωνα με τους κανόνες του Ισλάμ. Υπόσχεται σεβασμό της ζωής, της τιμής και της περιουσίας των κατοίκων. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος απορρίπτει τις προτάσεις και δίνει τη μνημειώδη απάντηση: «Το δε την Πόλιν σοι δούναι, ουτ’ εμόν εστί ούτε άλλου των κατοικούντων εν αυτή… Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών…». 

 

* 6 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1453: Οι Οθωμανοί αρχίζουν το βομβαρδισμό της Πόλης από 14 σημεία.
* 7 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1453: Ξεκινά η μάχη των λαγουμιών. Οι Οθωμανοί σκάβουν λαγούμια για να εισέλθουν απ’ αυτά στην πόλη. Τους αντιμετωπίζει με ιδιαίτερη επιτυχία ο Σκοτσέζος Τζον Γκραντ. Ο Γκραντ, έμπειρος μηχανικός, είχε έρθει στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τον Ιουστινιάνη.
* 9-10 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1453: Οι Οθωμανοί αποτυγχάνουν να διασπάσουν την αλυσίδα του Κεράτιου Κόλπου. Καταλαμβάνουν όμως τρία μικρά κάστρα που βρίσκονται έξω από τα τείχη: των Θεραπειών, του Στουδίου στην Προποντίδα και της Πριγκίπου στα Πριγκιπόννησα.
* 12 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1453: Ο βομβαρδισμός των τειχών συνεχίζεται με αμείωτη ένταση. Τα κανόνια του Ουρβανού ρίχνουν 7 βολές το καθένα την ημέρα, προκαλώντας μεγάλες ζημιές. Το μεγαλύτερο απ’ αυτά θα αυτοκαταστραφεί με έκρηξη, σκοτώνοντας τους χρήστες πυροβολητές. Ο Μωάμεθ δίνει εντολή για κατασκευή μεγαλύτερου κανονιού. Οι πολιορκημένοι καταφέρνουν να επιδιορθώσουν τα κατεστραμμένα τμήματα του τείχους. Ο οθωμανικός στόλος αποτυγχάνει για άλλη μία φορά, με μεγάλες απώλειες, να διαρρήξει την άμυνα των χριστιανικών πλοίων και να σπάσει την αλυσίδα.
* 18 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1453: Επειτα από σφοδρή επίθεση με το νέο κανόνι του Ουρβανού, ο Μωάμεθ διατάζει επίθεση εναντίον των τειχών του Μεσοτειχίου, που τα υπερασπίζεται ο ίδιος ο Παλαιολόγος. Οι Οθωμανοί καταφέρνουν να εισχωρήσουν στα τείχη, όμως απωθούνται από Ελληνες και Λατίνους, αφήνοντας 200 νεκρούς πίσω τους. Και η δεύτερη επίθεση την επόμενη ημέρα καταλήγει άδοξα για τους επιτιθεμένους.
* 20 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1453: Τέσσερα πλοία, τρία γενοβέζικα και ένα ελληνικό, με επικεφαλής τον Φλαντανελά, φορτωμένα με σιτάρι και όπλα, επιχειρούν να προσεγγίσουν την Κωνσταντινούπολη. Παρά την προσπάθεια του οθωμανικού στόλου και τον πολλαπλάσιο αριθμό πλοίων που διέθετε, τα χριστιανικά πλοία θα καταφέρουν να εισέλθουν στην Πόλη έχοντας προκαλέσει μεγάλες απώλειες στους αντιπάλους τους.
* 22 προς 23 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1453: Ο Μωάμεθ καταφέρνει με τις συμβουλές ενός Ιταλού μισθοφόρου να υπερκεράσει τον Κεράτιο Κόλπο και να μεταφέρει 70 πλοία σ’ αυτόν διά ξηράς, με «υπερνεώλκηση». Ετσι, θέτοντας οι Οθωμανοί υπό τον έλεγχό τους τον Κεράτιο Κόλπο, αποκτούν ένα μεγάλο θαλάσσιο πλεονέκτημα. 
* 7 ΜΑΪΟΥ 1453: Υστερα από ακατάπαυστο βομβαρδισμό των τειχών, οι γενίτσαροι εφορμούν στο Μεσοτείχιο με πολιορκητικές μηχανές, σκάλες και γάντζους. Η επίθεση αποκρούστηκε από τους πολιορκημένους.
* 18 ΜΑΪΟΥ 1453: Ενας τεράστιος οθωμανικός ξύλινος προμαχώνας ορθώνεται μπροστά στα τείχη, ξεπερνώντας τα σε ύψος. Ο στόχος του είναι να πλησιάσει τα τείχη και να κατεβάσει τον καταπέλτη, ώστε να εισχωρήσουν οι πολιορκητές μέσω των τειχών. Με καταδρομική βραδινή αποστολή οι πολιορκημένοι καταφέρνουν να τον πυρπολήσουν.
* 23 ΜΑΪΟΥ 1453: Με επικεφαλής τον μηχανικό Γκραντ, οι πολιορκημένοι καταφέρνουν να καταστρέψουν όλα τα λαγούμια που σκάβουν οι Οθωμανοί.
* 24 ΜΑΪΟΥ 1453: Λιτανεία στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης με την εικόνα της Παναγίας των Βλαχερνών, ενώ στο οθωμανικό στρατόπεδο ετοιμάζονται για τη μεγάλη επίθεση. 
* 25 ΜΑΪΟΥ 1453: Απαισιοδοξία επικρατεί και στα δύο στρατόπεδα. Ο Μωάμεθ στέλνει στην Πόλη τον Ισμαήλ, γιο εξισλαμισμένου Ελληνα από τη Σινώπη, με προσφορές ειρήνης. Η αρνητική απάντηση εξοργίζει τον Μωάμεθ. Φέρεται να λέει:«Μια επιλογή μένει στους Ρωμιούς. Είτε να παραδοθούν είτε να ασπαστούν την αληθινή πίστη του Αλλάχ είτε να χαθούν από το σπαθί και το τσεκούρι». 
*26 ΜΑΪΟΥ 1453: Σε σύσκεψη του Μωάμεθ με τους συμβούλους του ακούγεται η λύση της υποχώρησης. Ο μετριοπαθής βεζίρης Χαλίλ ζητεί από τον σουλτάνο να συμβιβαστεί, προσφέροντας ευνοϊκούς όρους στους Βυζαντινούς, και να λύσει την πολιορκία. Την αντίθετη θέση υποστηρίζει ο στρατηγός του Ζαγανός, εξισλαμισμένος Ελληνας, επικαλούμενος τον Μέγα Αλέξανδρο:«Στα αρχαία χρόνια, ο βασιλιάς Αλέξανδρος, με στρατό πολύ μικρότερο του δικού μας, υπέταξε τη μισή οικουμένη. Εμείς θα φοβηθούμε τώρα;». Ετσι, αποφασίστηκε η συνέχιση της πολιορκίας. 
* 27 ΜΑΪΟΥ 1453: Οργανώνεται η οθωμανική επίθεση. Ο Μωάμεθ, σε λόγο του προς το στρατό του, αναφέρεται στα οφέλη που θα έχουν τόσο όσοι σκοτωθούν όσο και αυτοί που θα ζήσουν. Αναφέρει ότι στην ανταπόδοση που προβλέπει το Κοράνι για όσους σκοτωθούν «όποιος σκοτώνεται στον πόλεμο πηγαίνει κατ’ ευθείαν στον παράδεισο, για να τρώει και να πίνει εκεί μαζί με τον Μωάμεθ, να αναπαύεται σε καταπράσινους ανθισμένους τόπους μαζί με αγόρια, ωραίες γυναίκες και κορίτσια, να λούζεται μέσα σε υπέροχα λουτρά». Από την πλευρά του υπόσχεται διπλάσιο μισθό σε στρατιώτες και αξιωματικούς και επιπλέον τους επιτρέπει να λεηλατήσουν την πόλη: «Θα αφήσω την πόλη τρεις ημέρες να τη λεηλατήσετε». 
* 28 ΜΑΪΟΥ 1453: Επειτα από λιτανεία των Βυζαντινών γύρω από τα τείχη, ο Παλαιολόγος εκφωνεί τον τελευταίο του λόγο στους «απογόνους Ελλήνων και Ρωμαίων»: «Ξέρετε καλά, αδέρφια, ότι για τέσσερις λόγους οφείλουμε όλοι να προτιμήσουμε το θάνατο παρά τη ζωή: πρώτον, για την πίστη και την ευσέβειά μας· δεύτερον, για την πατρίδα· τρίτον, για τον βασιλέα και τον Χριστό· και τέταρτον, για τους συγγενείς και φίλους…». 
* 29 ΜΑΪΟΥ 1453: Αρχίζει η τελική επίθεση των Οθωμανών. Εφορμούν στα τείχη στέλνοντας πρώτα τους άτακτους Βασιβουζούκους (οι οποίοι θεωρούνται οι μόνοι αυθεντικοί Τούρκοι) μαζί με τους συμμάχους τους Σέρβους, Ούγγρους, Γερμανούς, Ιταλούς, ακόμα και Ελληνες. Μετά την απόκρουση αυτής της επίθεσης εφόρμησε η δεύτερη γραμμή των Οθωμανών, η οποία επίσης αποκρούστηκε. Τελικά, επιτέθηκαν τα επίλεκτα σώματα των γενίτσαρων, τα οποία επίσης αποκρούστηκαν, αλλά μια μικρή πύλη, που οι Βυζαντινοί την άνοιγαν για να εξαπολύουν αντεπιθέσεις, είχε μείνει ανοιχτή. Από τη μικρή αυτή πόρτα, την Κερκόπορτα, εισέβαλαν στρατιώτες του Μωάμεθ. Ο τραυματισμός του Ιουστινιάνη και η αποχώρηση των Γενοβέζων από τη μάχη ευνοούν τις οθωμανικές επιθέσεις. Στις δυόμισι το μεσημέρι η Πόλη έχει καταληφθεί από τους Οθωμανούς.

H 29η Μαϊου 1453 μέσα από τη μοναδική ιστορική αφήγηση του Γ.Φραντζή

[…] Οι δυστυχείς Ρωμαίοι, αφού άκουσαν τα λόγια του αυτοκράτορα [Κωνσταντίνου Παλαιολόγου]έσφιξαν την καρδιά τους, αγκα­λιάστηκαν και έκλαιγαν όλοι μαζί. Κανένας δεν έφερνε πια στη μνήμη του τα αγαπημένα του παι­διά, τη γυναίκα και την περιουσία του, αλλά ήθε­λαν όλοι να πεθάνουν για τη σωτηρία της πατρίδας τους. Ύστερα γύρισαν στις θέσεις τους για να φυλάξουν τα τείχη της πόλης. Ο αυτοκράτορας πήγε αμέσως στον ιερό ναό της Αγίας Σοφίας, προσευχήθηκε με δάκρυα στα μάτια και κοινώνη­σε των αχράντων μυστηρίων. Το ίδιο έκαναν και πολλοί άλλοι εκείνη τη νύχτα. Έπειτα γύρισε στα ανάκτορα και ζήτησε συγνώμη από όλους.
Ποιος μπορεί να περιγράψει αυτήν τη στιγμή τους θρή­νους και τους οδυρμούς που ακούστηκαν τότε στο παλάτι; Κανένας άνθρωπος δε θα μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος, ακόμα κι αν ήταν από ξύλο ή από πέτρα. Ύστερα ανεβήκαμε στα άλογά μας, βγήκαμε από τα ανάκτορα και κάναμε επιθεώρηση στα τεί­χη για να ενθαρρύνουμε τους φρουρούς που κρα­τούσαν άγρυπνοι τις θέσεις τους. Εκείνη τη νύχτα όλοι βρίσκονταν στα τείχη και τους πύργους, ενώ είχαμε κλείσει προσεκτικά όλες τις πύλες ώστε να μην μπορεί να μπει ή να βγει κανένας. Όταν φτά­σαμε στην Καλιγαρία, την ώρα που λαλούσαν για πρώτη φορά τα κοκόρια, ξεπεζέψαμε και ανεβή­καμε στον πύργο. Από εκεί ακούγαμε φωνές και δυνατό θόρυβο έξω από την πόλη. Οι φύλακες μας είπαν ότι αυτό γινόταν όλη τη νύχτα επειδή οι εχθροί έσερναν τις πολεμικές μηχανές τους κο­ντά στην τάφρο, προετοιμαζόμενοι για την επίθε­ση. Επίσης τα μεγάλα εχθρικά πλοία άρχισαν να κινούνται, προσπαθώντας να φέρουν στην ακτή τις γέφυρες που είχαν κατασκευάσει.
Οι Τούρκοι άρχισαν με μεγάλη σφοδρότητα και ορμή την επί­θεση τη στιγμή που λαλούσαν τα κοκόρια για δεύ­τερη φορά, χωρίς να δώσουν κανένα σύνθημα, όπως είχαν χάνει και τις προηγούμενες φορές. Ο σουλτάνος διέταξε να επιτεθούν πρώτοι οι λιγότε­ρο έμπειροι, μερικοί ηλικιωμένοι και αρκετοί νέοι, ώστε να μας κουράσουν, και στη συνέχεια να ρι­χτούν εναντίον μας οι πιο έμπειροι και γενναίοι με μεγαλύτερη τόλμη και δύναμη. Έτσι λοιπόν ο πό­λεμος άναψε σαν καμίνι. Οι δικοί μας αντιστέκο­νταν με πείσμα, χτυπούσαν άγρια τους εχθρούς και τους γκρέμιζαν κάτω από τα τείχη, καταστρέ­φοντας συγχρόνως και πολλές από τις πολιορκη­τικές τους μηχανές. Οι νεκροί ήταν πολλοί και από τις δυο πλευρές, ιδίως όμως από το εχθρικό στρα­τόπεδο. Μόλις άρχισαν να σβήνουν τα άστρα του ουρανού καθώς προχωρούσε το φως της μέρας κι εμφανίστηκε στην ανατολή η ροδοδάχτυλη αυγή, όλο το πλήθος του εχθρού παρατάχθηκε σε μια σειρά που έφτανε από τη μια μέχρι την άλλη άκρη της πόλης.
Ακούστηκαν τότε τα τύμπανα, οι σάλ­πιγγες και τα υπόλοιπα πολεμικά όργανα με φω­νές και αλαλαγμούς, ενώ τα κανόνια άρχισαν να ρίχνουν όλα μαζί. Τότε όλοι οι Τούρκοι όρμησαν από ξηρά και από θάλασσα στα τείχη και άρχισαν τη συμπλοκή μαζί μας. Οι πιο θαρραλέοι έστησαν σκάλες, ανέβηκαν πάνω σ’ αυτές και έριχναν αδιά­κοπα τα βέλη τους εναντίον των δικών μας. Η φρικτή και αμφίρροπη μάχη κράτησε δύο ώρες και φαινόταν ότι οι χριστιανοί θα έπαιρναν πάλι τη νίκη. Τα πλοία που μετέφεραν τις σκάλες και τις κινητές γέφυρες αποκρούστηκαν από τα παρα­θαλάσσια τείχη και αναγκάστηκαν να γυρίσουν πίσω άπρακτα.

Οι πολεμικές μηχανές, που έρι­χναν πέτρες από τα τείχη της πόλης, σκότωσαν πολλούς αγαρηνούς. Αλλά και εκείνοι που ήταν στην ξηρά έπαθαν τα ίδια και χειρότερα. Ήταν πολύ παράδοξο θέαμα να βλέπει κανείς τον ήλιο και τον ουρανό σκεπασμένους από ένα σύννεφο σκόνης και καπνού. Οι δικοί μας έκαιγαν τις ε­χθρικές πολεμικές μηχανές με το «υγρό πυρ», γκρέμιζαν τις σκάλες με όσους βρίσκονταν πάνω τους και σκότωναν αυτούς που επιχειρούσαν να ανεβούν στα τείχη με μεγάλες πέτρες, ακόντια, πυροβόλα και τόξα. Όπου έβλεπαν συγκεντρωμέ­νους Τούρκους, τους χτυπούσαν με μεγάλα τηλε­βόλα, σκοτώνοντας και πληγώνοντας πολλούς. Οι εχθροί απηύδησαν τόσο πολύ από τη σθεναρή α­ντίσταση που συναντούσαν ώστε θέλησαν να κά­νουν λίγο πίσω για να ξεκουραστούν, αλλά οι τσαούσηδες και οι ραβδούχοι της τουρκικής Αυ­λής τους χτυπούσαν με σιδερένια ραβδιά και βούνευρα για να μην υποχωρήσουν.
Ποιος μπο­ρεί να περιγράψει τις κραυγές και τα βογκητά των τραυματιών και στα δύο στρατόπεδα; Ο θόρυβος και οι φωνές τους έφταναν μέχρι τον ουρανό. Με­ρικοί από τους δικούς μας, που έβλεπαν τους ε­χθρούς να υποφέρουν, τους φώναζαν: «Τι κάνετε συνεχώς επιθέσεις, αφού δεν μπορείτε να μας νι­κήσετε;» Εκείνοι τότε, προσπαθώντας να δείξουν τη γενναιότητα τους, ανέβαιναν πάλι στις σκάλες. Οι πιο τολμηροί σκαρφάλωναν στους ώμους των άλλων και οι επόμενοι τους μιμούνταν, για να μπορέσουν να φτάσουν στην κορυφή του τείχους.

Οι σκληρότερες μάχες έγιναν στις πύλες, όπου οι αντίπαλοι συγκρούονταν με τα σπαθιά στα χέρια και οι νεκροί ήταν αμέτρητοι. Όταν η παράταξη μας άρχισε να υποχωρεί, τότε πετάχτηκαν μπρο­στά ο Θεόφιλος Παλαιολόγος και ο Δημήτριος Καντακουζηνός, δύο γενναίοι άντρες που έτρε­ψαν τους αγαρηνούς σε φυγή, τους γκρέμισαν κά­τω από τα τείχη και τους σκόρπισαν. Συγχρόνως έτρεξαν σε βοήθεια κι άλλοι δικοί μας, ενώ ο αυ­τοκράτορας που βρέθηκε εκεί έφιππος τους ενε­θάρρυνε και τους παρακινούσε να πολεμάνε με σθένος, λέγοντας: «Συμπολεμιστές και αδέρφια μου, σας παρακαλώ στο όνομα του Θεού να κρα­τάτε τη θέση σας με γενναιότητα. Βλέπω ότι το πλήθος των εχθρών άρχισε να κουράζεται και να διασκορπίζεται. Δε μας χτυπούν πλέον με τάξη και σύστημα. Ελπίζω στο Θεό ότι η νίκη είναι δική μας. Να νιώθετε λοιπόν χαρά επειδή το στε­φάνι της νίκης θα είναι δικό μας τόσο στη γη όσο και στον ουρανό. Ο Θεός βρίσκεται στο πλευρό μας και προκαλεί δειλία στους άπιστους». Τη στιγμή που μιλούσε ο αυτοκράτορας, ο Ιω­άννης Ιουστινιάνης πληγώθηκε από βέλος στο πά­νω μέρος του δεξιού του ποδιού. Αυτός ο τόσο έμπειρος πολεμιστής, στον πόλεμο, βλέποντας το αίμα να τρέχει από το σώμα του, έγινε κίτρινος από φόβο. Έχασε αμέσως το θάρρος του, σταμά­τησε να αγωνίζεται και έτρεξε να βρει γιατρό σιω­πηλός, χωρίς να σκέφτεται την ανδρεία και την καρτερικότητα που είχε δείξει μέχρι τότε. Δεν εί­πε όμως τίποτα στους συντρόφους του ούτε άφησε κανέναν αντικαταστάτη, για να μην προκληθεί σύγχυση που θα μπορούσε να αποβεί μοιραία. Οι στρατιώτες του τον αναζήτησαν με το βλέμμα και, μαθαίνοντας ότι είχε φύγει, καταλήφθηκαν από ταραχή και φόβο. Ευτυχώς, ο αυτοκράτορας που βρέθηκε εκεί κατά τύχη, τους είδε ταραγμένους και φοβισμένους σαν τα κυνηγημένα πρόβατα και θέλησε να μάθει την αιτία. Όταν λοιπόν είδε το στρατηγό του Ιουστινιάνη να φεύγει, τον πλη­σίασε και του είπε: «Γιατί το έκανες αυτό, αδερφέ μου; Γύρνα πίσω στη θέση σου. Η πληγή είναι ασήμαντη και η παρουσία σου απαραίτητη. Η πό­λη στηρίζεται σε σένα για να σωθεί». Του είπε και άλλα πολλά, αλλά εκείνος δεν έδωσε απάντηση. Αντίθετα, έφυγε και πήγε στο Πέραν, όπου πέθα­νε ντροπιασμένος από λύπη για την περιφρόνηση των άλλων.

Οι Τούρκοι όμως είδαν την ταραχή των δικών μας και πήραν θάρρος. Ο Σογάν πασάς κέντρισε με κατάλληλα λόγια τη φιλοτιμία των γενιτσάρων και των άλλων στρατιωτών, ενώ ένας γιγαντόσωμος γενίτσαρος (που λεγόταν Χασάν και καταγόταν από το Λουπάδι της Κυζίκου) έβα­λε με το αριστερό χέρι την ασπίδα πάνω από το κεφάλι του, τράβηξε με το δεξί το σπαθί, ανέβηκε στο σημείο του τείχους όπου είχαν αρχίσει να υ­ποχωρούν οι δικοί μας και ρίχτηκε πάνω τους. Τον Χασάν ακολούθησαν περίπου άλλοι 30 Τούρ­κοι που θέλησαν να φανούν εξίσου γενναίοι. Όσοι από τους δικούς μας είχαν απομείνει εκεί έριξαν τεράστιες πέτρες και βέλη εναντίον τους, γκρεμί­ζοντας τους 18 κάτω από τα τείχη, αλλά ο Χασάν κατάφερε να ανεβεί και να τρέψει σε φυγή τους χριστιανούς.

Μετά την επιτυχία του, πολλοί άλλοι Τούρκοι βρήκαν την ευκαιρία να τον ακολουθή­σουν και να σκαρφαλώσουν στα τείχη, αφού οι ελάχιστοι δικοί μας δεν κατάφεραν να τους εμπο­δίσουν. Πολέμησαν όμως με θάρρος και σκότωσαν πολλούς. Κατά τη διάρκεια της συμπλοκής ο Χα­σάν χτυπήθηκε από πέτρα και έπεσε κάτω. Μόλις τον είδαν οι δικοί μας πήραν θάρρος και τον λι­θοβολούσαν από όλες τις πλευρές. Εκείνος σηκώ­θηκε στα γόνατα και συνέχισε να πολεμά, αλλά το δεξί του χέρι δέχτηκε αμέτρητα τραύματα από βέλη και έπεσε παράλυτο. Στη σύγκρουση αυτή σκοτώθηκαν και πληγώθηκαν πολλοί Τούρκοι, οι οποίοι μεταφέρθηκαν πίσω στο στρατόπεδο. Το πλήθος όμως εκείνων που είχαν ανεβεί στα τείχη διασκόρπισε τους δικούς μας, που εγκατέλειψαν το εξωτερικό και έτρεξαν μέσα στην πόλη με τόση βία ώστε ο ένας πατούσε τον άλλο. Καθώς συνέ­βαιναν αυτά, ακούστηκαν φωνές από μέσα, από έξω και από το μέρος του λιμανιού: «Έπεσε το φρούριο. Στους πύργους στήθηκαν σημαίες και λάβαρα». Οι φωνές αυτές έτρεψαν σε φυγή τους δικούς μας, ενώ έδωσαν καινούριο θάρρος στους εχθρούς που άρχισαν να ανεβαίνουν στα τείχη άφοβα και με αλαλαγμούς χαράς.

Όταν ο δυστυχισμένος αυτοκράτορας και δε­σπότης μου είδε αυτό το θέαμα, παρακαλούσε το Θεό με δάκρυα στα μάτια και παρακινούσε τους στρατιώτες να φανούν γενναίοι. Δυστυχώς, όμως, δεν υπήρχε πλέον καμιά ελπίδα βοήθειας ή συ­μπαράστασης. Τότε τσίγκλησε το άλογό του, έφτα­σε στο σημείο από όπου οι εχθροί έμπαιναν στην πόλη και ρίχτηκε πάνω τους όπως ο Σαμψών κατά των αλλοφύλων. Στην πρώτη του επίθεση τους γκρέμισε όλους κάτω από τα τείχη, πράγμα που φάνηκε σαν θαύμα σε όσους το είδαν. Μουγκρί­ζοντας σαν λιοντάρι και κρατώντας το σπαθί στο δεξί του χέρι, έσφαξε τόσους πολλούς Τούρκους ώστε το αίμα έτρεχε σαν ποτάμι από τα χέρια και τα πόδια του.

Ο Φραγκίσκος Τολέντο, φάνηκε ανώτερος ακόμα και από τον Αχιλλέα. Πολεμώντας στα δεξιά του αυτοκράτορα, κομμάτιαζε τους εχθρούς με δόντια και με νύχια. Το ίδιο έκανε και ο Θεόφιλος Πα­λαιολόγος. Βλέποντας τον αυτοκράτορα να αγω­νίζεται για να σώσει την πόλη που κινδύνευε, φώ­ναξε κλαίγοντας: «Καλύτερα να πεθάνω παρά να ζήσω». Ύστερα όρμησε κραυγάζοντας πάνω στους εχθρούς και σκότωσε ή έτρεψε σε φυγή όσους βρέ­θηκαν μπροστά του. Ο Ιωάννης Δαλμάτης, που βρέθηκε κι αυτός στο ίδιο μέρος, πολεμούσε με ηρωισμό σαν γενναίος στρατιώτης που ήταν. Ό­σοι βρέθηκαν στο πεδίο της μάχης θαύμασαν την τόλμη και την ανδρεία των εξαιρετικών εκείνων ανδρών. Οι επιθέσεις επαναλήφθηκαν δύο και τρεις φορές, μέχρι που κατάφεραν να τρέψουν τους απίστους σε φυγή, να σκοτώσουν πολλούς και να γκρεμίσουν άλλους κάτω από τα τείχη. Οι στρατιώτες μας πολέμησαν με μεγάλη γενναιότητα και στο τέλος έπεσαν νεκροί, αφού προηγουμένως είχαν προξενήσει τεράστιες απώλειες στους ε­χθρούς. Πολλοί άλλοι σκοτώθηκαν επίσης κοντά στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, όπου οι εχθροί είχαν στήσει τη μεγάλη ελέπολη και το φοβερό κανόνι, με τα οποία γκρέμισαν τα τείχη και κατάφεραν να πρωτομπούν στην πόλη. Τη στιγμή εκεί­νη εγώ δε βρισκόμουν κοντά στον αυτοκράτορα και δεσπότη μου, επειδή είχα πάει να επιθεωρήσω ένα άλλο σημείο της πόλης, σύμφωνα με τη διατα­γή του. Όταν μπήκαν οι εχθροί στην Πόλη, έδιωξαν τους χριστιανούς που είχαν απομείνει στα τείχη με τηλεβόλα, βέλη, ακόντια και πέτρες. Έτσι έγι­ναν κύριοι ολόκληρης της Κωνσταντινούπολης, εκτός των πύργων του Βασιλείου, του Λέοντος και του Αλεξίου, τους οποίους κρατούσαν οι ναύ­τες από την Κρήτη που πολέμησαν από τις 6 μέχρι τις 8 το απόγευμα και σκότωσαν πολλούς Τούρ­κους. Βλέποντας το πλήθος των εχθρών που είχαν κυριεύσει την πόλη, δεν ήθελαν να παραδοθούν αλλά έλεγαν ότι προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να ζήσουν. Κάποιος Τούρκος ειδοποίησε τότε το σουλτάνο για την ηρωική άμυνά τους κι εκείνος συμφώνησε να τους επιτρέψει να φύγουν με το πλοίο και όλα τα πράγματα που είχαν μαζί τους. Παρά τις υποσχέσεις του όμως, ο σουλτάνος με πολύ κόπο κατάφερε να τους πείσει να αφήσουν τους πύργους και να φύγουν. Δύο αδέρφια, οι Ιταλοί Παύλος και Τρωίλος, πολέμησαν με γεν­ναιότητα μαζί με αρκετούς άλλους στη θέση που είχαν αναλάβει. Κατά τη διάρκεια του αγώνα τους σκοτώθηκαν πολλοί κι από τις δυο πλευρές. Σε μια στιγμή ο Παύλος είδε τους εχθρούς μέσα στην πόλη και είπε στον αδερφό του: «Χάθηκαν τα πά­ντα. Κρύψου ήλιε και θρήνησε γη. Η Πόλη έπεσε. Ανώφελο πια να πολεμάμε. Ας κοιτάξουμε τουλά­χιστον να σωθούμε εμείς οι ίδιοι».

Έτσι οι Τούρκοι έγιναν κύριοι της Κωνσταντι­νούπολης την Τρίτη 29 Μαΐου 1453, στις δυόμισι το μεσημέρι. Άρπαζαν και αιχμαλώτιζαν όσους έβρισκαν μπροστά τους, έσφαζαν όσους επιχει­ρούσαν να αντισταθούν και σε ορισμένα μέρη δε διακρινόταν η γη από τα πολλά πτώματα που ήταν πεσμένα κάτω. Το θέαμα ήταν φρικτό. Παντού ακούγονταν θρήνοι και παντού γίνονταν αρπαγές γυναικών όλων των ηλικιών. Αρχόντισσες, νέες κοπέλες και καλόγριες σέρνονταν από τα μαλλιά έξω από τις εκκλησίες όπου είχαν καταφύγει, ενώ έκλαιγαν και οδύρονταν. Ποιος μπορούσε να πε­ριγράψει τα κλάματα και τις φωνές των παιδιών ή τη βεβήλωση των ιερών εκκλησιών; Το άγιο σώμα και αίμα του Χριστού χυνόταν στη γη. Οι Τούρκοι άρπαζαν τα ιερά σκεύη, τα έσπαζαν ή τα κρατού­σαν για λογαριασμό τους. Το ίδιο έκαναν και με τα ιερά αναθήματα. Ποδοπατούσαν τις άγιες εικό­νες, τους αφαιρούσαν το χρυσάφι, το ασήμι και τους πολύτιμους λίθους, και έφτιαχναν με αυτές κρεβάτια και τραπέζια. Άλλοι στόλιζαν τα άλογα τους με τα χρυσοΰφαντα μεταξωτά άμφια των ιε­ρέων και άλλοι τα έκαναν τραπεζομάντιλα. Άρπαζαν τα πολύτιμα μαργαριτάρια από τα άγια κει­μήλια, καταπατούσαν τα ιερά λείψανα των αγίων και, σαν πραγματικοί πρόδρομοι του διαβόλου, έκαναν αμέτρητα ανοσιουργήματα, που μόνο το θρήνο μπορούν να προκαλέσουν. Χριστέ, βασιλιά μου, οι αποφάσεις Σου ξεπερνάνε το μυαλό του ανθρώπου!

Μέσα στην απέραντη εκκλησία της Α­γίας Σοφίας, τον επίγειο ουρανό, το θρόνο της δόξας του Θεού, το άρμα των Χερουβείμ, το θείο δημιούργημα, το αξιοθαύμαστο κατασκεύασμα, το στολίδι της γης, τον ωραιότερο από όλους τους ναούς, έβλεπε κανείς τους Τούρκους να τρώνε και να πίνουν στο Ιερό Βήμα και στην Αγία Τρά­πεζα ή να ασελγούν πάνω σε γυναίκες, νέες κοπέ­λες και μικρά παιδιά. Ποιος μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος και να μη θρηνήσει για την άγια εκ­κλησία μας; Όλοι πονούσαν από το κακό που έβλε­παν. Στα σπίτια θρήνοι και κλάματα, στους δρό­μους οδυρμοί, στις εκκλησίες αντρικές κραυγές πόνου, γυναικεία μοιρολόγια, βαρβαρότητες, φό­νοι και βιασμοί. Οι ευγενείς ατιμάζονταν και οι πλούσιοι έχαναν τις περιουσίες τους. Σε όλες τις πλατείες και τις γωνιές της πόλης γίνονταν αμέ­τρητα κακουργήματα. Κανένα μέρος ή καταφύγιο δε γλίτωσε από την έρευνα και τη βεβήλωση. Οι άπιστοι έσκαψαν κήπους και γκρέμισαν σπίτια για να βρουν χρήματα ή κρυμμένους θησαυρούς. Όσα βρήκαν, τα πήραν για να χορτάσουν την απληστία τους. Χριστέ, βασιλιά μου, γλίτωσε από τη θλίψη και τον πόνο όλες τις πόλεις και τις χώρες όπου κατοικούν χριστιανοί.

Την τρίτη μέρα μετά την άλωση ο σουλτάνος έδωσε εντολή να γίνουν γιορτές και πανηγύρια για τη μεγάλη νίκη, και διέταξε να βγουν έξω ελεύθερα και άφοβα όσοι ήταν κρυμμένοι σε διά­φορα μέρη της Πόλης, μικροί και μεγάλοι. Διέταξε επίσης να γυρίσουν στα σπίτια τους όσοι είχαν φύγει εξαιτίας του πολέμου και να ζήσουν εκεί όπως πριν, σύμφωνα με το δίκαιο και τη θρησκεία τους. Ακόμα, έδωσε διαταγή να εκλέξουν πα­τριάρχη σύμφωνα με τα έθιμα τους. αφού ο προη­γούμενος πατριάρχης είχε πεθάνει. Οι αρχιερείς και οι ελάχιστοι άλλοι κληρικοί και λαϊκοί που έτυχε να βρίσκονται στην πόλη διάλεξαν για το αξίωμα αυτό το Γεώργιο Σχολάριο, που ήταν έ­νας πολύ καλλιεργημένος πολίτης, τον οποίο χει­ροτόνησαν πατριάρχη και τον ονόμασαν Γεννά­διο […]

[Απόσπασμα από το βιβλίο του Γεώργιου Φραντζή “Η Πόλις εάλω – Το χρονικό της πολιορκίας και η Άλωση της Κωνσταντινούπολης”, Εκδόσεις Λιβάνη, 1993 – Αναδημοσίευση από egolpion.gr]
Σημείωση: Ο πρωτοβεστιάριος, δηλαδή αρχιθαλαμηπόλος, Γεώργιος Φραντζής ή Σφραντζής (1401-1480) ήταν ο μοναδικός Βυζαντινός ιστορικός αυτόπτης μάρτυρας της κοσμοϊστορικής κατάληψης Πόλης από τους Τούρκους.

Πηγές

Κωνσταντίνος Παλαιολόγος: Η ζωή του τελευταίου Αυτοκράτορα του Βυζαντίου

Μια άγνωστη πτυχή της πτώσης της Πόλης

Τι χρωστάει η Δύση στο Βυζάντιο

Τα αίτια της Άλωσης κατά τον Ιωσήφ τον Βρυέννιον

Η πόλις Εάλω στις 2:30 το μεσημέρι…

Η Βασιλεύουσα «έσβησε» στις 2.30 το μεσημέρι

Το χρονικό της Άλωσης της Κωνσταντινουπόλεως από την ημέρα γέννησης του Κων/νου Παλαιολόγου μέχει το τέλος του… 

Η Επιστολή του Πάπα Πίου του Β’ προς τον Μωάμεθ δέκα χρόνια μετά την Άλωση 

«Τό δέ τήν πόλιν σοι δούναι ουκ εμόν εστίν ούτ’άλλου των κατοικούντων ενταύθα…»

Η Βασιλεύουσα «έσβησε» στις 2.30 το μεσημέρι

560 χρόνια από την Πτώση της Βασιλεύουσας

Περὶ τῆς Ἁλώσεως!

Άλωση της Κωνσταντινούπολης: 559 χρόνια μετά

Η Πτώση της Κωνσταντινούπολης. Ιστορικό ντοκυμαντέρ 

Η πόλις εάλω

«Εάν η Πόλις μου απωλεσθεί, θα απωλεσθώ μαζί της».

Η Πόλις Eάλω

Εάλω η Πόλις : Ιστορικά χρονικά και άλλα αξιόλογα κείμενα – 

“Εσμέν γαρ Έλληνες το Γένος ως η τε φωνή και η πάτριος Παιδεία Μαρτυρεί…” 

29 Μαϊου 1543. Η Πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 

29 Μαϊου 1543. Η Πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας

29 Μαϊου 1453. Εάλω η Πόλις. Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο τελευταίος Αυτοκράτορας 

1453, εάλω η Πόλις και ο κόσμος άλλαξε

ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΑΛΩΣΕΩΣ….

ΤΡΙΤΗ 29 ΜΑΪΟΥ 1453: Η ΠΟΛΙΣ ΕΑΛΩ…ΑΛΛΑ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΔΕΝ ΞΕΧΝΟΥΝ…

29 ΜΑΪΟΥ 1453: 555 ΧΡΟΝΙΑ ΕΧΟΥΝ ΠΕΡΑΣΕΙ ΚΙ ΟΜΩΣ ΔΕΝ ΞΕΧΝΑΜΕ! –

Οι τελευταίες ώρες της Βασιλεύουσας

O μελαγχολικά αισιόδοξος Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

Η άλωση… τότε & σήμερα…

«Τό δέ τήν πόλιν σοι δούναι ουκ εμόν εστίν ούτ’άλλου των κατοικούντων ενταύθα…» 

ΤΡΙΤΗ 29 ΜΑΪΟΥ 1453: Η ΠΟΛΙΣ ΕΑΛΩ…ΑΛΛΑ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΔΕΝ ΞΕΧΝΟΥΝ…

ΕΚΕΙΝΟ ΤΟΝ ΑΠΡΙΛΗ…

Άλωση της Κωνσταντινούπολης

Η πτώση της Κωνσταντινούπολης και οι Μοναχοί-Τα πραγματικά αίτια της πτώσης

Έτσι ακουγόταν η θεία λειτουργία στην Αγία Σοφία 700 χρόνια πριν

Βυζάντιο: Η μεγαλειώδης αυτοκρατορία που φώτισε την Οικουμένη

Βυζάντιο και νέα ελληνική ταυτότητα

Τι χρωστάει η Δύση στο Βυζάντιο

H ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Το διαχρονικό μίσος των Δυτικών προς την Ελλάδα

29 Μαϊου 1543. Η Πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας

29 Μαϊου 1543. Εάλω η Πόλις. Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο τελευταίος Αυτοκράτορας

Κωνσταντίνος Παλαιολόγος: Η ζωή του τελευταίου Αυτκράτορα του Βυζαντίου

Η Βασιλεύουσα «έσβησε» στις 2.30 το μεσημέρι

Το χρονικό της Άλωσης της Κωνσταντινουπόλεως από την ημέρα γέννησης του Κων/νου Παλαιολόγου μέχει το τέλος του… 

Η Επιστολή του Πάπα Πίου του Β’ προς τον Μωάμεθ δέκα χρόνια μετά την Άλωση 

«Τό δέ τήν πόλιν σοι δούναι ουκ εμόν εστίν ούτ’άλλου των κατοικούντων ενταύθα…»

Η Βασιλεύουσα «έσβησε» στις 2.30 το μεσημέρι

560 χρόνια από την Πτώση της Βασιλεύουσας

Περὶ τῆς Ἁλώσεως!

Άλωση της Κωνσταντινούπολης: 559 χρόνια μετά

Η Πτώση της Κωνσταντινούπολης. Ιστορικό ντοκυμαντέρ 

Η πόλις εάλω

«Εάν η Πόλις μου απωλεσθεί, θα απωλεσθώ μαζί της».

Η Πόλις Eάλω

Εάλω η Πόλις : Ιστορικά χρονικά και άλλα αξιόλογα κείμενα – 

“Εσμέν γαρ Έλληνες το Γένος ως η τε φωνή και η πάτριος Παιδεία Μαρτυρεί…” 

29 Μαϊου 1543. Η Πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας

29 Μαϊου 1453. Εάλω η Πόλις. Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο τελευταίος Αυτοκράτορας 

1453, εάλω η Πόλις και ο κόσμος άλλαξε

ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΑΛΩΣΕΩΣ….

ΤΡΙΤΗ 29 ΜΑΪΟΥ 1453: Η ΠΟΛΙΣ ΕΑΛΩ…ΑΛΛΑ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΔΕΝ ΞΕΧΝΟΥΝ…

Οι τελευταίες ώρες της Βασιλεύουσας

O μελαγχολικά αισιόδοξος Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

Η άλωση… τότε & σήμερα…

«Τό δέ τήν πόλιν σοι δούναι ουκ εμόν εστίν ούτ’άλλου των κατοικούντων ενταύθα…» 

ΤΡΙΤΗ 29 ΜΑΪΟΥ 1453: Η ΠΟΛΙΣ ΕΑΛΩ…ΑΛΛΑ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΔΕΝ ΞΕΧΝΟΥΝ…

ΕΚΕΙΝΟ ΤΟΝ ΑΠΡΙΛΗ…

Ημέρα μνήμης για την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως

Άλωση της Κωνσταντινούπολης

Η πτώση της Κωνσταντινούπολης και οι Μοναχοί-Τα πραγματικά αίτια της πτώσης

Ο ρόλος της Ελλάδα στα σημερινά Βαλκάνια

Όσα οφείλει ο Χριστιανισμός στον Ελληνισμό

Ρένος Αποστολίδης:Η Άλωση της Πόλης

Η Βασιλεύουσα «έσβησε» στις 2.30 το μεσημέρι

«Εάν η Πόλις μου απωλεσθεί, θα απωλεσθώ μαζί της»

Η Πόλις Eάλω

Το χρονικό της Άλωσης της Κωνσταντινουπόλεως από την ημέρα γέννησης του Κων/νου Παλαιολόγου μέχει το τέλος του…

Η πόλις εάλω

Εάλω η Πόλις : Ιστορικά χρονικά και άλλα αξιόλογα κείμενα

29 Μαϊου 1543. Η Πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας

29 Μαϊου 1453. Εάλω η Πόλις. Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο τελευταίος Αυτοκράτορας

ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΑΛΩΣΕΩΣ….

Περὶ τῆς Ἁλώσεως!

Άλωση της Κωνσταντινούπολης: 559 χρόνια μετά

Η Πτώση της Κωνσταντινούπολης. Ιστορικό ντοκυμαντέρ

- Advertisement -

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ