Όλες οι κατηγορίες:

Φανή Πεταλίδου
Ιδρύτρια της Πρωινής
΄Έτος Ίδρυσης 1977
ΑρχικήΑναλύσειςΤσίπρας: τέσσερα σημαντικά συμπεράσματα για το Κυπριακό

Τσίπρας: τέσσερα σημαντικά συμπεράσματα για το Κυπριακό

- Advertisement -

Η ομιλία του πρωθυπουργού στη ειδική σύγκλιση της Ολομέλειας για τις εξελίξεις στο Κυπριακό


Η Πρωτολογία του Πρωθυπουργού

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θεώρησα απαραίτητο να ζητήσω τη σύγκληση σήμερα της Ολομέλειας, αξιοποιώντας σχετικό άρθρο του Κανονισμού, προκειμένου να ενημερώσω το Σώμα για την πορεία του Κυπριακού, σε συνέχεια και του τερματισμού των συνομιλιών στην Ελβετία τα ξημερώματα της περασμένης Παρασκευής.

Είναι σαφές, άλλωστε, όπως είχα επανειλημμένως την ευκαιρία να επισημάνω στις κατ’ ιδίαν συνομιλίες μου με τους Αρχηγούς των κοινοβουλευτικών κομμάτων, ότι η δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού αποτελεί εθνικής σημασίας στόχο, για την επίτευξη του οποίου είναι εξαιρετικά σημαντικός ο διάλογος, η διαρκής ενημέρωση αλλά και η συνεννόηση μεταξύ των πολιτικών κομμάτων.

- Advertisement -

Στο πλαίσιο αυτό άλλωστε η ελληνική Κυβέρνηση, η ελληνική αντιπροσωπεία κατά τη διάρκεια των συνομιλιών υποστήριξε σθεναρά καθ’ όλη τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης τις πάγιες θέσεις της χώρας μας:

Πρώτον, ότι δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού προς όφελος του συνόλου του κυπριακού λαού, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, μπορεί να επιτευχθεί μόνο επί τη βάσει των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, αλλά και της ιδιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας ως κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Δεύτερον, ότι η Ελλάδα στηρίζει σταθερά τις προσπάθειες της Κυπριακής Δημοκρατίας στις δικοινοτικές συνομιλίες, αλλά εμπλέκεται μόνο στη διαπραγμάτευση του Κεφαλαίου της Ασφάλειας.

Τρίτον, ότι στο πλαίσιο των συνομιλιών η Ελλάδα βρίσκεται σε διαρκή συντονισμό με την Κυπριακή Δημοκρατία, της οποίας άλλωστε ο λαός θα κληθεί να πάρει και την όποια τελική απόφαση.

Στη βάση αυτών των πάγιων θέσεών μας αναδείξαμε με επιμονή και αποφασιστικότητα το γεγονός ότι δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού συνεπάγεται πρώτα και κύρια άρση των συνεπειών της εισβολής και κατοχής μέρους της Κύπρου. Με δύο λόγια, συνεπάγεται κατάργηση των επεμβατικών δικαιωμάτων και των εγγυήσεων και αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων.

Στο σημείο αυτό επιτρέψτε μου να επισημάνω ιδιαίτερα την καθοριστική, ιστορικής σημασίας, θα έλεγα, προσπάθεια της διαπραγματευτικής ομάδας του Υπουργείου Εξωτερικών και προσωπικά του Υπουργού Εξωτερικών κ. Κοτζιά, για την οποία σήμερα θα ήθελα και δημόσια να τον ευχαριστήσω. Γιατί η ελληνική πλευρά ανέδειξε με απόλυτη σαφήνεια σε όλα τα fora και τις διεθνείς μας επαφές το γεγονός, ότι κανένα κράτος στον εικοστό πρώτο αιώνα και ειδικά ένα κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν μπορεί να θεωρείται κυρίαρχο και ανεξάρτητο εάν εις βάρος του υφίστανται εγγυητικά και επεμβατικά δικαιώματα.

- Advertisement -

Γιατί η ελληνική πλευρά επίσης ανέδειξε με απόλυτη σαφήνεια το γεγονός ότι κανένα κράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης -και σίγουρα όχι η Ελλάδα- δεν θα μπορούσε να αποδεχθεί και να συνυπογράψει δικαίωμα επέμβασης της Τουρκίας στην επανενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία, δηλαδή απέναντι σε μια χώρα κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ανέδειξε, επίσης, το γεγονός, επίσης, ότι μία επανενωμένη Κύπρος υπό το καθεστώς εγγυήσεων δεν θα μπορούσε ποτέ να εκφραστεί με ανεξάρτητη φωνή σε κοινοτικό επίπεδο, με όλες τις συνέπειες που θα είχε αυτό για την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση και το γεγονός ότι η διατήρηση των εγγυήσεων και η παρουσία των κατοχικών στρατευμάτων στην επανενωμένη Κύπρο θα υπονόμευαν καθημερινά οποιαδήποτε προσπάθεια για ειρήνη και συμφιλίωση στο νησί.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θεωρώ ότι σε μεγάλο βαθμό -ίσως για πρώτη φορά σε τόσο μεγάλο βαθμό- μπορέσαμε να πείσουμε τη διεθνή κοινότητα αυτές οι θέσεις να γίνουν και δικές της θέσεις και θεωρώ ότι είναι εξίσου σημαντικό το γεγονός ότι πείσαμε και για τις προθέσεις μας, για το ότι δηλαδή δεν βρεθήκαμε όλο αυτό το διάστημα στη διαπραγμάτευση και στις συνομιλίες προκειμένου να ροκανίσουμε τον χρόνο των διαπραγματεύσεων για να παίξουμε το γνωστό παιχνίδι της επίρριψης των ευθυνών για την αποτυχία, αλλά αγωνιστήκαμε ειλικρινά υπέρ μιας λύσης που θα μπορεί να ωφελήσει το σύνολο του κυπριακού λαού, εξασφαλίζοντας ότι τα λάθη του παρελθόντος δεν θα επαναληφθούν κι ότι η ασφάλεια της μιας Κοινότητας δεν θα οικοδομηθεί εις βάρος της ασφάλειας της άλλης.

Εδώ και έναν χρόνο περίπου καταθέσαμε σειρά προτάσεων, μεταξύ των οποίων είναι η σύναψη τριμερούς συμφώνου φιλίας και η δημιουργία μηχανισμού ελέγχου του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Αυτές είναι προτάσεις που μαζί με την αλλαγή στη δομή του κράτους, τα μέτρα αστυνόμευσης και τη συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα ενίσχυαν την αίσθηση ασφάλειας και της τουρκοκυπριακής κοινότητας.

Στο πλαίσιο αυτό επανειλημμένως καλέσαμε και στην πρώτη φάση των συνομιλιών στην Ελβετία, τον περασμένο Γενάρη, αλλά και τώρα στη δεύτερη φάση την Τουρκία σε προπαρασκευαστικές διαβουλεύσεις. Δυστυχώς δεν βρήκαμε ανταπόκριση. Και το λέω αυτό με ιδιαίτερη λύπη διότι, όπως φάνηκε, αν είχαμε καταφέρει να σημειώσουμε εκ των προτέρων ουσιαστική πρόοδο στο κεφάλαιο αυτό, όπως αυτή η πρόοδος σημειώθηκε σε άλλα κεφάλαια, η προοπτική για λύση στην Ελβετία θα ήταν πολύ καλύτερη.

Αυτό όμως που διαφάνηκε, παρά κάποιες επιμέρους ελπιδοφόρες ενδείξεις, ήταν ότι η Τουρκία δεν είχε τελικά πρόθεση να δεσμευθεί σε μία λύση που θα επέτρεπε στην επανενωμένη Κύπρο να είναι πραγματικά ανεξάρτητη και κυρίαρχη, δηλαδή σε μια λύση χωρίς επεμβατικά δικαιώματα τρίτων χωρών και βεβαίως με την έστω και σταδιακή, αποχώρηση όμως, του κατοχικού στρατού.

Δεν θα ήθελα να μπω σε περισσότερες λεπτομέρειες για την έκβαση της διαπραγμάτευσης. Άλλωστε τον λόγο θα πάρει και ο Υπουργός Εξωτερικών, ο οποίος χθες ενημέρωσε αναλυτικά και τους εκπροσώπους των κομμάτων. Θεωρώ, όμως, ότι η επόμενη περίοδος είναι ιδιαίτερα σημαντική και γι’ αυτό επιτάσσει αποφασιστικότητα και ψυχραιμία σε μια σειρά από θέματα, ζητήματα, που συνδέονται με τη σημερινή μας συζήτηση.

Επιτρέψτε μου, λοιπόν, να τα ιεραρχήσω συνοπτικά.

Πρώτον, η συνεργασία Ελλάδας – Κυπριακής Δημοκρατίας αποτελεί και θα συνεχίσει να αποτελεί τον κρίσιμο άξονα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Το γεγονός αυτό δεν περιορίζεται μόνο στις συνομιλίες για το Κυπριακό, όπου ο συντονισμός ήταν εξαιρετικός και θα ήθελα με την ευκαιρία να ευχαριστήσω γι’ αυτό τον Πρόεδρο Αναστασιάδη και τη διαπραγματευτική ομάδα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η συνεργασία Ελλάδας – Κυπριακής Δημοκρατίας έχει ευρύτερες διαστάσεις. Αφορά γενικότερα -θα έλεγα- τη διεθνή διπλωματική μας συνεργασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στη Σύνοδο των ευρωπαϊκών χωρών του Νότου, στις ιδιαίτερης στρατηγικής σημασίας τριμερείς συνεργασίες μας με χώρες της Μέσης Ανατολής και άλλες χώρες. Αφορά ασφαλώς και τη στήριξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της στην Αποκλειστική Οικονομική της Ζώνη.

Η Κυπριακή Δημοκρατία ως κυρίαρχο κράτος έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να επιλέξει τον τρόπο με τον οποίο θα αξιοποιήσει τα δικαιώματά της, αυτά που απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της Θάλασσας.

Και σε αυτήν την επιλογή της είναι αυτονόητο ότι θα έχει τη στήριξη τόσο της Ελλάδας όσο όμως και της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και της διεθνούς κοινότητας συνολικά απέναντι σε οποιαδήποτε απειλή.

Δεύτερον, ο τερματισμός των συνομιλιών στην Ελβετία θέλω να τονίσω ότι δεν αποτελεί το τέλος της προσπάθειάς μας. Η δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού στο πλαίσιο των αποφάσεων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών αποτελεί και θα συνεχίσει να αποτελεί κεντρικό άξονα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, κεντρικό διακύβευμα για μια χώρα που αποτελεί πυλώνα ειρήνης, σταθερότητας και ασφάλειας στην ευρύτερη περιοχή. Στο πλαίσιο αυτό είμαστε πάντοτε ανοιχτοί στην επανέναρξη των συνομιλιών υπό τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, στον βαθμό βεβαίως που θα εκφραστεί ενδιαφέρον από όλες τις πλευρές. Και θα συνεχίσουμε να κινούμαστε στην ίδια κατεύθυνση: Προάσπιση των αρχών μας, σε συνδυασμό με μια διπλωματία, που δεν βασίζεται σε φοβίες και σε εμμονές του παρελθόντος αλλά σε εποικοδομητικές προτάσεις και στη δημιουργία διεθνών ερεισμάτων.

Και βέβαια θα αξιοποιήσουμε το γεγονός ότι η κατάργηση των εγγυήσεων και η αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων αποτελεί πια, χάρη και στις προσπάθειες της ελληνικής πλευράς, μέρος της ατζέντας της διεθνούς κοινότητας για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος, όπως επιβεβαιώνεται άλλωστε και από τον Γενικό Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, έναν άνθρωπο που χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης διεθνώς. Μια πολιτική προσωπικότητα, θα έλεγα, υψηλού κύρους, που μπορεί να συνεχίσει και ελπίζουμε να συνεχίσει αυτή τη σημαντική προσπάθεια για την εξεύρεση δίκαιης και βιώσιμης λύσης στο κυπριακό πρόβλημα.

Τρίτο σημείο: η δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού είναι και πρέπει να είναι όχι το κεντρικό πρόταγμα για την Ελλάδα και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά το κεντρικό πρόταγμα για την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση και το μέλλον της. Και αυτό είχα την ευκαιρία να τονίσω στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής, όχι μόνον γιατί αφορά την άρση της παράνομης κατοχής μέρους ενός κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ούτε μόνον διότι η εφαρμογή του ευρωπαϊκού κεκτημένου είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επίλυση του ζητήματος και ούτε μόνον επειδή χάρη στις συντονισμένες μας προσπάθειες έχει γίνει πια αποδεκτό από όλους ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θέση στο τραπέζι των συνομιλιών. Αλλά κυρίως διότι συμβάλλοντας στην επίλυση του Κυπριακού η Ευρωπαϊκή Ένωση ανοίγει τον δρόμο ώστε να ενισχύσει και τον δικό της διεθνή και περιφερειακό ρόλο.

Τέταρτο σημείο: το μήνυμά μας προς την Τουρκία, το οποίο αναδείχθηκε και κατά τις συνομιλίες για το Κυπριακό, πρέπει να παραμείνει σταθερό, ιδιαίτερα σε αυτές τις δύσκολες στιγμές. Είμαστε αποφασιστικοί στην προάσπιση των αρχών και δικαιωμάτων μας έναντι οποιασδήποτε απειλής και παράνομης διεκδίκησης. Την ίδια στιγμή είμαστε και προσηλωμένοι στη διεκδίκηση των ζητημάτων που μας χωρίζουν και στην οικοδόμηση μιας σχέσης που θα βασίζεται στον σεβασμό του διεθνούς δικαίου αλλά και στον αμοιβαίο σεβασμό.

Μένει, βεβαίως, να δούμε κατά πόσον και η Τουρκία θα αναγνωρίσει τη σημασία που έχει η δίκαιη και βιώσιμη επίλυση του Κυπριακού για την ίδια, για τις σχέσεις μας, για τις ευρωτουρκικές σχέσεις και την ευρωπαϊκή της προοπτική, αλλά βεβαίως και τη σημασία και για την ασφάλεια, τη σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή.

Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, θα ήθελα κλείνοντας μετά από αυτό το πλαίσιο της ενημέρωσης, χωρίς ελπίζω να καταχραστώ κατά πολύ τον χρόνο που προβλέπει ο Κανονισμός, να χαιρετίσω την απόφαση της ελληνικής και της κυπριακής Βουλής από τον Γενάρη του 2016 για την από κοινού πρόσβαση σε όλα τα ντοκουμέντα, τα οποία ήρθαν στη γνώση και την κατοχή της ελληνικής Βουλής από το 1986 μέχρι το 1988 κατά τη διάρκεια της Εξεταστικής, τότε, Επιτροπής για τον «Φάκελο της Κύπρου».

Μια περίοδος, κατά την οποία καταθέσεις των μαρτύρων εκείνων όλων όσων είχαν σχέση με την κυπριακή τραγωδία είναι ένα πλούσιο και χρήσιμο υλικό με ιδιαίτερη ιστορική σημασία. Είκοσι εννέα χρόνια μετά την Εξεταστική Επιτροπή και σαράντα τρία χρόνια μετά την εισβολή η ελληνική Βουλή θα δώσει πλήρη σειρά αυτών των ντοκουμέντων στην κυπριακή Βουλή, έτσι ώστε να ανοίξει, όπως δικαιούται άλλωστε, ένα θέμα που αφορά κυρίως τον κυπριακό λαό και για το οποίο ο κυπριακός λαός δικαιούται να έχει γνώση και να ανοίξει, βεβαίως, για επιστημονικούς και ιστορικούς λόγους αυτή η περίοδος προς εξέταση.

Θα ήθελα να επισημάνω, όπως άλλωστε θα γνωρίζετε, ότι αυτή η απόφαση των δύο εθνικών αντιπροσωπειών έχει ληφθεί εδώ και πάρα πολύ καιρό. Συνεπώς, ουδόλως σχετίζεται με την πορεία των συνομιλιών για την επίλυση του Κυπριακού προβλήματος. Αντιθέτως, θα έλεγα ότι ανεξαρτήτως από τις συνομιλίες και την έκβασή τους αποτελεί ένα ανεκπλήρωτο εδώ και δεκαετίες χρέος της ελληνικής πολιτείας απέναντι στον κυπριακό λαό. Είναι ένας ελάχιστος φόρος τιμής και μια ιστορική δικαίωση προς όλους όσοι αγωνίστηκαν, αντιστάθηκαν και θυσιάστηκαν προς το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου και στην εισβολή και κατοχή μέρους της Κύπρου από τις επιχειρήσεις του Αττίλα.

Με αυτό το πνεύμα, λοιπόν, θέλω να πιστεύω ότι το σύνολο των δημοκρατικών πολιτικών δυνάμεων θα στηρίξουν αυτή την ιστορική πράξη του Ελληνικού Κοινοβουλίου, όπως άλλωστε ενέκριναν πριν από λίγο καιρό και τα πρωτόκολλα συνεργασίας ανάμεσα στις δύο εθνικές αντιπροσωπείες με τα οποία η πρωτοβουλία αυτή ξεκίνησε.

Σας ευχαριστώ.

Δευτερολογία του Πρωθυπουργού 

Σε αντίθεση με ορισμένους που προσπάθησαν να πάνε τη συζήτηση σε άλλα ζητήματα ή να δημιουργήσουν μια αίσθηση έντονης αντιπαράθεσης, η δική μου η αίσθηση είναι ότι όσοι παρακολούθησαν – με προσοχή κι όχι απλώς κάποιες ατάκες – τη σημερινή συζήτηση θα διαπιστώσουν ότι πάνω στις βασικές κατευθυντήριες γραμμές της εξωτερικής μας πολιτικής σε ό,τι αφορά το Κυπριακό, διαμορφώνεται θα έλεγα μια – δεν θα πω τη λέξη «συναίνεση» – σύμπτωση απόψεων.

Και βεβαίως, θέλω να επισημάνω ότι η εξωτερική πολιτική γενικότερα αλλά και ειδικότερα, όταν βρισκόμαστε μπροστά σε κρίσιμες αποφάσεις ή σε κρίσιμες εξελίξεις δεν ενδείκνυται, δεν είναι το πεδίο για εντυπώσεις ή για μικροπολιτικά, μικροκομματικά οφέλη.

Πιστεύω, λοιπόν, ότι από τη σημερινή συζήτηση μπορούμε να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα. Θα πω επιγραμματικά σε ό,τι αφορά το Κυπριακό και την πορεία από εδώ και στο εξής τέσσερα σημαντικά συμπεράσματα.

Πρώτον, υπάρχει ευρύτατη συναντίληψη των πολιτικών κομμάτων στην ανάγκη διαρκούς προσπάθειας για την εξεύρεση δίκαιης και βιώσιμης λύσης στο Κυπριακό πρόβλημα χωρίς εγγυήσεις, χωρίς στρατό κατοχής στο νησί και βεβαίως χωρίς παρεμβατικά δικαιώματα τρίτων χωρών σε μια επανενωμένη, αυτόνομη, ανεξάρτητη Κύπρο, κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το δεύτερο συμπέρασμα, στο οποίο νομίζω ότι αβίαστα θα μπορούσαμε να καταλήξουμε, είναι ότι επίσης υπάρχει μια ευρύτατη μάλιστα συναντίληψη στην ανάγκη να στηριχθούν οι προσπάθειες της Κυπριακής Δημοκρατίας και της εκλεγμένης ηγεσίας της, του Προέδρου Αναστασιάδη, στην επιλογή του οποίου βεβαίως και προφανώς του πολιτικού συστήματος της Κύπρου – που έχει τις δομές συνεννόησης οι οποίες καμιά φορά είναι και πιο προωθημένες από τις δικές μας – εναπόκειται και το τελικό βάρος της λήψης των κρίσιμων αποφάσεων.

Εμείς κάνουμε ό,τι μπορούμε. Παρεμβαίνουμε πολύ ουσιαστικά στο θέμα που αφορά τη συζήτηση όπου εμπλέκονται οι εγγυήτριες δυνάμεις, παρεμβαίνουμε πολύ ουσιαστικά στη διαμόρφωση ενός διεθνούς περιβάλλοντος ικανού να βοηθήσει τις προσπάθειες της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η τελική απόφαση, όμως, ανήκει στην Κυπριακή Δημοκρατία και την ηγεσία της.

Και έρχομαι στο τρίτο σημείο: Νομίζω ότι επίσης συμφωνούμε στην ανάγκη αξιοποίησης, αλλά και εμβάθυνσης των ερεισμάτων σε ό,τι αφορά το ρόλο της Κύπρου όχι μόνο ως ανεξάρτητο κράτος-μέλος του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, αλλά και ως κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και βεβαίως η αξιοποίηση όλων των διεθνών και ευρωπαϊκών ερεισμάτων.

Διότι, ξέρετε, το Κυπριακό δεν είναι ένα ζήτημα ελληνοτουρκικής διαφοράς. Είναι ένα διεθνές, ένα ευρωπαϊκό πρόβλημα που ξεκίνησε με τη μορφή που έχει σήμερα, με τη μορφή ενός κορυφαίου ζητήματος που αφορά τη διεθνή συζήτηση, με την παράνομη εισβολή και κατοχή της Βόρειας Κύπρου από κατοχικά τουρκικά στρατεύματα.

Το τέταρτο σημείο – που επίσης διαπιστώνω τουλάχιστον ότι υπάρχει μια ευρύτατη σύμπτωση – είναι  η υποστήριξη από την πλευρά της Ελλάδας του αναφαίρετου δικαιώματος της Κυπριακής Δημοκρατίας να αξιοποιήσει κατά τη δική της επιλογή ως προς τον τρόπο και τον χρόνο, όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της Θάλασσας.

Να μείνουμε, νομίζω, σε αυτές τις τέσσερις αναφορές. Μπορεί να βρει κανείς και περισσότερες. Πιστεύω, όμως, ότι αυτές είναι τέσσερις βασικές αναφορές στις οποίες η μεγάλη πλειοψηφία των Βουλευτών θα μπορούσε να συγκλίνει και συγκλίνει.

Επιτρέψτε μου, ωστόσο, να επισημάνω ότι ενόψει της προφανούς αδυναμίας να αποτυπωθούν σοβαρές διαφωνίες στο Κυπριακό ζήτημα και στους χειρισμούς της ελληνικής πλευράς, υπήρξε η προσπάθεια ορισμένων να συγκροτήσουν διαφωνίες σε άλλα ζητήματα.

Άλλοι τα έθεσαν με σοβαρό τρόπο, άλλοι με όχι τόσο σοβαρό τρόπο για μία συνεδρίαση της Εθνικής Αντιπροσωπείας ενόψει σημαντικών αποφάσεων ή και εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή. Δεν μπορεί, δηλαδή, ελαφρά τη καρδία ακόμη και Πολιτικοί Αρχηγοί μικρότερων κομμάτων να ανεβαίνουν σε αυτό το βήμα και να μιλάνε για θερμά επεισόδια και για αδυναμία ανταπόκρισης της ελληνικής πλευράς. Αυτά τα θέματα δεν συζητούνται με αυτόν τον ευτελή τρόπο.

Και νομίζω ότι από τη δική μας πλευρά, και με όσες διαφωνίες μπορεί να έχουμε με τα κόμματα της Αντιπολίτευσης, την Αξιωματική Αντιπολίτευση και άλλα κόμματα, έχουμε κάνει ό,τι περνάει από το χέρι μας για να υπάρχει μια διαρκής ενημέρωση και ουσιαστική ανταλλαγή απόψεων στα κρίσιμα, επαναλαμβάνω, εθνικά θέματα.

Σε ό,τι αφορά, λοιπόν, το θέμα που έθεσε ο κ. Μητσοτάκης για το ονοματολογικό [της ΠΓΔΜ], θα ήθελα να διαβεβαιώσω το Σώμα ότι με την ίδια υπευθυνότητα που διαχειριστήκαμε ένα κρίσιμο θέμα, κρίσιμες φάσεις διαπραγμάτευσης για το Κυπριακό, με την ίδια υπευθυνότητα θα διαχειριστούμε όταν έρθει η ώρα και το ονοματολογικό. Έχει αλλάξει η κυβέρνηση στη γειτονική χώρα. Είναι προφανές ότι επίκειται να ξεκινήσει ένας νέος γύρος διαπραγμάτευσης. Όταν ξεκινήσει, θα υπάρχει πλήρης και ανοικτή ενημέρωση των κομμάτων.

Θα ήθελα να σας επισημάνω ότι όταν έρθει και αν έρθει εκείνη η ώρα να πάρουμε κρίσιμες αποφάσεις, να μην ανησυχείτε, διότι μέλημά μας δεν θα είναι απλά και μόνο να συγκροτήσουμε μια σύμπτωση εντός του κυβερνητικού συνασπισμού, αλλά μια ευρεία σύμπτωση απόψεων για τη θέση και τη στάση της χώρας, επαναλαμβάνω, σε ένα κρίσιμο εθνικό θέμα, μια ευρεία σύμπτωση, που θα αφορά όλες τις πτέρυγες του ελληνικού κοινοβουλίου.

Επαναλαμβάνω τα κρίσιμα αυτά θέματα που δεν αφορούν το παρόν, αλλά το μέλλον της χώρας, τη θέση και τον ρόλο της χώρας στο διεθνές στερέωμα δεν ενδείκνυνται για τέτοιου είδους μικροκομματικές αντιπαραθέσεις που αφορούν το παρόν. Είναι θέματα που αφορούν το μέλλον και με τέτοια ενόραση πρέπει να τα αντιμετωπίζουμε.

Τέλος, επιτρέψτε μου δύο παρατηρήσεις.

Κύριε Μητσοτάκη, έχετε δίκιο ότι το 2008 αυτή ήταν η θέση του Υπουργείου Εξωτερικών και του κ. Κουμουτσάκου, που ήταν εκπρόσωπος τότε στο Υπουργείο Εξωτερικών. Όμως, θέλω να σας υπενθυμίσω […] και σε εσάς και σε όλο το Σώμα ότι η ιστορία της διαπραγμάτευσης της χώρας μας για το Κυπριακό δεν ξεκινά το 2008. Και να σας θυμίσω ότι κάποτε είχαμε καταλήξει και σε ένα σχέδιο, το οποίο είχε έρθει, είχε εγκριθεί ως σχέδιο, εν πάση περιπτώσει, και είχε τεθεί σε ψηφοφορία στην Κύπρο και το είχε απορρίψει ο κυπριακός λαός.

Θέλω, λοιπόν, να υπενθυμίσω και σε εσάς, αλλά και στο Σώμα ότι το Σχέδιο Ανάν δεν προέβλεπε την άμεση κατάργηση της συνθήκης των εγγυήσεων και του παρεμβατικού δικαιώματος της Τουρκίας.

Και θέλω, επίσης, να σας υπενθυμίσω ότι το Σχέδιο Ανάν – άκουσα και την κυρία Γεννηματά, που μάλλον δεν θα είναι καλά ενημερωμένη – προέβλεπε την κατάργηση των εγγυήσεων, όταν η Τουρκία θα έμπαινε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή του «Αγίου Ποτέ». Εύχομαι να μην είναι του «Αγίου Ποτέ», εύχομαι να γίνει, γιατί ταυτίζεται η άποψή μας, κ. Μητσοτάκη, στο ότι η Ελλάδα θα πρέπει ενεργά να στηρίζει την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας και ως μοχλό, αν θέλετε, πίεσης για τον εκδημοκρατισμό στη γείτονα χώρα.

Όμως, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, και παρακαλώ την προσοχή σας γιατί λέω πράγματα που δεν χωρούν αμφιβολίας, είναι γεγονός ότι με τόση έμφαση στον πυρήνα, στο κρίσιμο θέμα του Κυπριακού προβλήματος τέθηκε επί τον τύπον των ήλων το ζήτημα για πρώτη φορά, σε αυτόν τον γύρο της διαπραγμάτευσης, σε αυτήν την προσπάθεια που κάναμε και συνεχίζουμε να κάνουμε – γιατί θα συνεχίσουμε να κάνουμε – για να δοθεί μια βιώσιμη και ουσιαστική λύση στο Κυπριακό πρόβλημα, χωρίς να υποτιμούμε τα ζητήματα της εσωτερικής πτυχής. Άλλωστε σε αυτά δεν εμπλεκόμαστε, παρά μονάχα ενθαρρύνουμε τις δυο πλευρές να είναι εποικοδομητικές.

Όμως, ο πυρήνας του Κυπριακού προβλήματος, αν δεν υπόκειται στο γεγονός ότι η τουρκική πλευρά διαρκώς διεκδικεί να έχει τη δυνατότητα παρέμβασης, επέμβασης, σε μια ανεξάρτητη χώρα και μάλιστα κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αν δεν είναι αυτός ο πυρήνας, τότε ποιός είναι; Ορθώς, λοιπόν, για πρώτη φορά σε εντατικές διαπραγματεύσεις και σε τελικό γύρο, η ελληνική πλευρά έθεσε επιτακτικά αυτό το ζήτημα.

Και θέλω για του λόγου το αληθές, κ. Μητσοτάκη, κ. Κουμουτσάκο, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι – δεν θα το καταθέσω στα Πρακτικά, γιατί είναι εμπιστευτικά έγγραφα, αλλά στους Αρχηγούς των Κομμάτων, βεβαίως και ο Υπουργός Εξωτερικών θα έχει δυνατότητα να σας τα δώσει να τα δείτε – να σταθώ στην αναφορά του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών στις 10 Ιουλίου, σε ό,τι αφορά το σχέδιο για την επικείμενη λύση, όπου κάνει σαφή αναφορά στην πρώτη Διάσκεψη της Γενεύης, τη Διάσκεψη του Γενάρη. Είναι έγγραφο το οποίο θα σας δώσουμε για να έχετε τη δυνατότητα να το διαβάσετε αναλυτικά. Μιλάω για τωρινό έγγραφο του 2017.

Κάνει, λοιπόν, σαφή αναφορά στην έκθεσή του για τα πεπραγμένα. Κάνει σαφή αναφορά εις ό,τι αφορά την πρώτη διαδικασία της Γενεύης, λέγοντας ότι σηματοδότησε ένα ιστορικό στάδιο κατά τις συνομιλίες, καθώς ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία που οι δυο κοινότητες και οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις συναντήθηκαν προκειμένου να συζητήσουν το κεφάλαιο ασφάλειας και εγγυήσεων. Διότι στο σχέδιο Ανάν που εδόθη προς έγκριση στον Κυπριακό λαό, δεν υπήρχε ούτε καν συζήτηση εις το κρίσιμο θέμα της ασφάλειας και των εγγυήσεων.

Άρα, λοιπόν, το Υπουργείο Εξωτερικών και η Ελληνική Κυβέρνηση είχε μια συμπαγή στρατηγική και γραμμή υπεράσπισης των κρίσιμων εθνικών συμφερόντων επί της ουσίας και όχι τύποις. Κι αν ορισμένες φορές σε αυτό τυγχάνει να μην διαφωνούμε, δεν είναι κακό να το λέμε και δημόσια. Δεν χάνουμε από αυτό.

Τελειώνω, απαντώντας και προς την πλευρά του κ. Θεοδωράκη που έθεσε το ζήτημα για το κατά πόσο αυτά τα οποία σήμερα εμείς είπαμε, ενημερώνοντας το Κοινοβούλιο, θα είναι και οι διαπιστώσεις του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που, ειρήσθω εν παρόδω, να πω ότι επίσης για πρώτη φορά πετύχαμε η Ευρωπαϊκή Ένωση να είναι παρούσα στις διαπραγματεύσεις και να υπάρχει και ουσιαστική αναφορά στις αποφάσεις του Συμβουλίου Κορυφής για το Κυπριακό.

Κύριε Θεοδωράκη, δεν θα απαντούσα, αν δεν ήξερα ότι γίνεται μια προσπάθεια από ορισμένους κύκλους, για άλλη μια φορά, να διαμορφωθεί η εντύπωση ότι, εντάξει δεν φταίει τόσο η Τουρκία που ήταν εν τέλει στο δια ταύτα – όχι στις δηλώσεις στους διαδρόμους, αλλά στο δια ταύτα – αδιάλλακτη στο πιο κρίσιμο ζήτημα, στο παρεμβατικό δικαίωμα και στην παρουσία των στρατευμάτων, αλλά φταίει ισόποσα ή ενδεχομένως και περισσότερο, η ελληνοκυπριακή ή η ελληνική πλευρά.

Θα ήθελα να σας παραπέμψω στις επίσημες δηλώσεις, αλλά φαντάζομαι ότι θα έχετε τη δυνατότητα – κι αν δεν την έχετε, φαντάζομαι ότι θα υπάρχει τρόπος – να διαπιστώσετε ότι και κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, αλλά και μετά, όλες οι πλευρές – αναφέρομαι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στον ΟΗΕ – απέδωσαν τα εύσημα στην ελληνική πλευρά για το πόσο εποικοδομητική και δημιουργική στάση κράτησε στις διαπραγματεύσεις. Διότι ήμασταν η μόνη πλευρά στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης που καταθέσαμε προτάσεις, νέες ιδέες και μιλάγαμε επί της ουσίας, ασκώντας κριτική όχι σε ανεμόμυλους, αλλά στις προτάσεις που είχαμε στη διάθεσή μας.

Θα το διαπιστώσετε, δεν θέλω να αντιδικήσω. Πράγματι, θα ήταν μεγάλο πρόβλημα εάν ίσχυε αυτό που λέτε, αλλά δεν ισχύει. Βεβαίως, δυστυχώς δεν έχουμε λύση και αυτό είναι το μεγάλο θέμα, όχι να παίρνουμε εύσημα, αλλά να έχουμε λύση.

Πιστέψτε με, όμως, εάν δεν υπάρξει η ουσιαστική βούληση από την πλευρά της Τουρκίας για λύση στο Κυπριακό, δύσκολα θα βρεθεί λύση. Εμείς, όμως, πρέπει να επιμείνουμε, με τις συμμαχίες μας, με τις κρυστάλλινες θέσεις μας, αξιοποιώντας τον ευρωπαϊκό και τον διεθνή παράγοντα, για να υποχρεώσουμε σε μια πιο ευέλικτη στάση την τουρκική πλευρά.

Κλείνω με το θέμα του φακέλου. Να μην έχετε επιφυλάξεις, κ. Μητσοτάκη, διότι εδώ δεν πρόκειται για μια προσπάθεια που ξεκίνησε χθες. Είναι μια προσπάθεια που έχει ξεκινήσει εδώ και ενάμιση χρόνο, εάν δεν κάνω λάθος, από την πλευρά των δυο Εθνικών Αντιπροσωπειών. Είναι ένα ηθικό χρέος από την πλευρά μας η παράδοση του φακέλου της Κύπρου στην κυπριακή Βουλή και κατ’ επέκταση στον κυπριακό λαό.

Να πω και κάτι άλλο. Ξέρετε, χωρίς να θέλω να αντιδικήσω στο επιχείρημά σας ότι έχετε επιφυλάξεις σε σχέση με τη χρονική συγκυρία, πάντοτε όμως, όταν άνοιγε αυτή η συζήτηση να παραδοθεί ο φάκελος, αυτό δεν ήταν το επιχείρημα, ότι δεν είναι καλή η χρονική συγκυρία; Πάντοτε αυτό ήταν το επιχείρημα. Και πάντοτε ενδεχομένως – πόσω δε μάλλον, όσο δεν λύνεται και το Κυπριακό – θα υπάρχουν ενστάσεις και επιφυλάξεις.

Πιστεύω ότι δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα, μα τίποτα. Η Ελλάδα, η Ελληνική Δημοκρατία, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα από την αλήθεια. Η αλήθεια, όσο και αν πολλές φορές είναι σκληρή, πάντοτε είναι λυτρωτική και πάντοτε μπορεί να ανοίξει δρόμους δημιουργικούς.

Να δοθεί, λοιπόν, φως στην αλήθεια. Μην ανησυχείτε, δεν πρόκειται αυτό να γίνει χωρίς συνεννόηση, δεν πρόκειται αυτό να γίνει με έναν τρόπο αποσπασματικό. Άλλωστε, έχουν υπογραφεί τα σχετικά Πρωτόκολλα, νομίζω με ομοφωνία της Συνόδου των Προέδρων, τα οποία Πρωτόκολλα ανάμεσα στις δυο Εθνικές Αντιπροσωπείες προβλέπουν ότι θα γίνει μεν η παράδοση, το άνοιγμα όμως του φακέλου θα γίνει όταν και οι δυο πλευρές εκτιμήσουν –αυτό να είναι ένα ζήτημα, για το οποίο ο Πρόεδρος θα μας ενημερώσει – ότι είναι η κατάλληλη στιγμή. Νομίζω, όμως, ότι είναι ένα ηθικό χρέος από την πλευρά μας να παραδοθεί ο φάκελος στην Κυπριακή Δημοκρατία και στον Κυπριακό λαό.

Σας ευχαριστώ.

- Advertisement -

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ